Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Μπλε γραμμή

«Τραβάω λοιπόν σ’ όλα μια κόκκινη γραμμή», έλεγε το τραγούδι.
            Γραμμή διαγραφής. Να τα σβήσει όλα με μια μονοκοντυλιά, να χαθούν, να μη τα σκέφτεται. Να μην πονά. Να μη τον θυμάται με τη βαλίτσα στο χέρι, να μη θυμάται εκείνο το «τελειώσαμε», το τόσο κάθετο, το τόσο ψυχρό. «Τι εννοείς;» κατάφερε να μουρμουρίσει μόλις συνήλθε από το χαστούκι. «Τι τελειώσαμε... πώς... γιατί τελειώσαμε;»
            «Γιατί πιστεύω ότι αυτή η σχέση έκανε τον κύκλο της κι έχει σταματήσει πια να μου προσφέρει πράγματα, οπότε και δεν βλέπω τον λόγο να συνεχίσει να υπάρχει», απάντησε εκείνος επίπεδα και το ίδιο ψυχρά. «Είναι η καινούργια μου φιλοσοφία, αν θες».
            Δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Εκείνος τα έλεγε όλα αυτά; Εκείνος; Που είχαν ζήσει τόσα μαζί; Όμορφα, στενάχωρα, ζόρικα, χαρούμενα... αλλά μαζί; Που του είχε καταθέσει αφειδώλευτα όλο της το είναι; Αγάπη, φροντίδα, στήριξη στα δύσκολα, πανηγύρια στις επιτυχίες...
            Και τώρα; Τώρα τι; Της πετούσε κατάμουτρα ένα «τελειώσαμε, δεν σε χρειάζομαι πια» κι αυτό ήταν όλο; Δεν ταίριαζε πλέον με την «καινούργια του φιλοσοφία», όπως την αποκαλούσε; Σκόνη στον άνεμο όλα όσα τους είχαν δέσει τόσο, όπως πίστευε, σφιχτά;
            Δεν συνέχισε την κουβέντα, δεν είχε νόημα. Τον ήξερε πια καλά, είχε πάρει τις αποφάσεις του και θα ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη ή, έστω, να το ξανασκεφτεί. Δεν έκλαψε, δεν συννέφιασε, δεν άφησε να φανεί πόσο μεγάλη ήταν η τρύπα που άνοιξε μέσα της. Η αξιοπρέπειά της από τη μια κι ένα ένστικτο αυτοπροστασίας από την άλλη, την συγκράτησαν από το να του εκφράσει όλα εκείνα που φουρτούνιαζαν μέσα της.
            Αντίθετα χαμογέλασε. «Εσύ ξέρεις», του είπε γλυκά. «Αφού αποφάσισες να εξορίσεις από τη ζωή σου όλους εκείνους που σου πρόσφεραν μέχρι τώρα -αλλά όχι πια- έχει καλώς. Αντίο και καλή ζωή... κι εύχομαι να μη σου γυρίσει μπούμερανγκ αυτή σου η φιλοσοφία».
            Εκείνος της έριξε μια παράξενη ματιά κι έφυγε την ίδια στιγμή χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής. Ούτε ένα τηλεφώνημα -έτσι, για να μάθει τι κάνει, σαν ένδειξη αναγνώρισης για τα όσα είχαν ζήσει μαζί. Από κοινούς φίλους έμαθε ότι είχε αλλάξει δουλειά, με μεγαλύτερες αποδοχές, κι είχε μετακομίσει σε άλλη πόλη. Καλύτερα έτσι. Τουλάχιστον δεν κινδύνευε να τον ξαναδεί, έστω και τυχαία.
            Έμεινε μέρες κλεισμένη στο σπίτι της, στο μέχρι χτες σπίτι «τους», ψάχνοντας να βρει πού έφταιξε, τι έφταιξε κι έγιναν όλα αυτά. Πέρασε γρήγορα από την κατάθλιψη στην οργή κι έμεινε εκεί για πολύ. Τότε ήταν που θυμήθηκε το τραγούδι για την κόκκινη γραμμή. «Για μένα γράφτηκε», σκέφτηκε πικρά, «και για όλες τις “εμένα” -κι έχει δίκιο, πρέπει να πάρουμε ένα κόκκινο μολύβι, ένα μολύβι στο χρώμα της φωτιάς και του θυμού, και να διαγράψουμε κάθε τι που μας πόνεσε, που μας εξόργισε».
            Και τόκανε. Με έναν κόκκινο μαρκαδόρο μουτζούρωσε φωτογραφίες, γράμματα, CD δικά «του», βιβλία που του άρεσαν. Ωστόσο καθόλου δεν βοήθησε αυτό, καθόλου δεν καταλάγιασε την οργή μέσα της. Γιατί μόνο αυτό ένιωθε πια. Όχι αγάπη. Όχι θλίψη. Μόνο οργή. Για κείνον και την αναλγησία του, για τον εαυτό της και τη βλακεία της να τον εμπιστευθεί, να τον πιστέψει, να μη δει έγκαιρα τα σημάδια -ή τα είχε δει και τα είχε αγνοήσει; Μπορεί... κι αυτό αύξανε την οργή της. Μάζεψε τα κατακόκκινα κατεστραμμένα ενθύμια σε μια μεγάλη σακούλα και τα πέταξε στα σκουπίδια. Ωστόσο συνέχισε να βράζει μέσα της.
            Μέχρι χτες βράδυ. Που συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν τον είχε σκεφτεί όλη μέρα. Που κοίταξε μέσα της και δεν είδε οργή, δεν ανίχνευσε θλίψη. Που αναρωτήθηκε «τι αισθάνομαι» κι η απάντηση ήταν «αδιαφορία». Πλήρης. Έφερε τη μορφή του στο νου της κι ήταν σαν να έβλεπε έναν ξένο. Κάποιο πρόσωπο που κάπου, κάποτε, είχε συναντήσει. Που δεν μπορούσε να την πονέσει πια. Που έφτανε να νιώθει ακόμη και συμπόνια γι αυτόν, για τη στεγνή του ψυχή, για την αδυναμία του να δώσει χωρίς να ζητά ανταλλάγματα, για την ανικανότητά  του να αγαπήσει ανυστερόβουλα, άδολα, απλά.
            Και τότε ήταν που τη σκέφτηκε.
            Τη μπλε γραμμή. Τη γραμμή του ψυχρού μπλε. Της απόλυτης παγωνιάς. Σαν να την έβλεπε μπροστά της να ψηλώνει, να φαρδαίνει και να διαγράφει -οριστικά αυτή τη φορά- και εκείνον, και όσα είχαν ζήσει μαζί, και την πίκρα, και την οργή της. Ό,τι δεν είχε καταφέρει τόσο καιρό να σβήσει η κόκκινη γραμμή, η γραμμή του πάθους, του θυμού, της απόγνωσης, το έκανε μέσα σε μια νύχτα η μπλε γραμμή. Η γραμμή της κρύας αδιαφορίας. Η γραμμή που συμβόλιζε τη γιατρειά της. Την απόδραση από το κακότυχο παρελθόν της.
            Πήρε μια λευκή κόλλα χαρτί κι έγραψε το όνομά του με μαρκαδόρο μπλε.  Ύστερα ζωγράφισε γύρω του έναν κύκλο – μπλε πάντα. Κόλλησε το χαρτί στο ψυγείο μ’ ένα μαγνητάκι από κάποιες παλιές διακοπές τους στο Λονδίνο. Έκανε ένα βήμα πίσω και, «τελειώσαμε, χρυσέ μου», είπε χαμογελώντας.
             Ύστερα από τόσο καιρό μπορούσε και πάλι να χαμογελά!


*Η "Μπλε γραμμή" δημοσιεύτηκε 
στο site "τοβιβλιο.net" 
στο  link
                                                   http://tinyurl.com/nrp7wvl 




            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου