Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017


Δυσφορείς

Πάλι χτυπά το κινητό. Το κοιτάζεις και μια γκριμάτσα δυσφορίας στραβώνει το στόμα σου. Δεύτερη φορά μέσα στη μέρα και θα ακολουθήσει και τρίτη, το ξέρεις. Καθημερινή κατάντησε ρουτίνα, που σε ενοχλεί. Πολυάσχολη και μονίμως τσιτωμένη εκνευρίζεσαι μ’ αυτά τα τακτικά, αναμενόμενα τηλεφωνήματα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. «Σαν αντιβίωση», είχες σκεφτεί στις αρχές με ένα χαμόγελο θυμηδίας. Πλέον δεν σε διασκεδάζει η σκέψη, απλά ενοχλείσαι. Σε αποσπούν από τις σπουδαίες και κρίσιμες ενασχολήσεις σου, από τις διεκπεραιώσεις σου, από τα μίτινγκ σου.

Ωστόσο απαντάς - ακόμα. Μονολεκτικά κατά κανόνα. Βαριεστημένα, ανόρεχτα, αφηρημένα, διατρέχοντας ταυτόχρονα με τη ματιά σου το υπόμνημα που έχεις στην οθόνη σου ή ξεσκαρτάροντας τα ατελείωτα μέιλ σου. Ο συνομιλητής σου το καταλαβαίνει και μαγκώνεται. Μαζεύει τις κουβέντες του, κάθε φορά και λιγότερες. Εσύ πάλι δεν καταλαβαίνεις τίποτε. Καλά καλά δεν ακούς τι σου λέει. Άλλωστε όλο τα ίδια και τα ίδια είναι. Κάτι για τον καιρό, κάτι για το πόδι του που τον ενοχλεί τώρα που έπιασε υγρασία, κάτι για τη δική σου καθημερινότητα, η έγνοια του για το πώς είσαι και πώς περνάς. «Καλά», λες -πάντα αφηρημένα- και κοιτάζεις το ρολόι σου, πρέπει να φύγεις. Εκείνος, σαν να το διαισθάνεται, σου λέει να προσέχεις τον εαυτό σου και να πάρεις ομπρέλα, βάρυνε ο καιρός. Πετάς ένα «καλά, καλά, γεια και τα λέμε», κλείνεις το τηλέφωνο ανακουφισμένη, αρπάζεις τον χαρτοφύλακα κι ορμάς στο ασανσέρ διερωτώμενη «μα δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει;»

Δεν έχει, κορίτσι μου. Να στο πω εγώ αφού δεν το καταλαβαίνεις από μόνη σου. Όχι γιατί δεν είσαι έξυπνη, κάθε άλλο. Αλλά γιατί οι ευαισθησίες σου έχουν αμβλυνθεί, οι κεραίες σου έχουν διπλώσει, τα μάτια της ψυχής σου έχουν θαμπώσει μέσα στον καθημερινό σου αγώνα για επιβίωση, για επικράτηση, για επαγγελματική δικαίωση. Και ψάχνεις για δικαιολογίες που κι εσύ δεν τις πιστεύεις. Απλά βαριέσαι όλο τα ίδια και τα ίδια. Άσε που σε αποσπά από τις σημαντικές σου ασχολίες, γι αυτό κι αναρωτιέσαι - δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει; 

Δεν έχει τίποτε να κάνει - ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο. Δεν ακούει παρά ελάχιστα, βλέπει θαμπά, τα πόδια του με το ζόρι τον κρατούν ίσα με το σαλόνι. Η τηλεόραση είναι ενόχληση, το βιβλίο θολή εικόνα, το ραδιόφωνο  βαβούρα ακαταλαβίστικη. Πάλι καλά που έχει την πολυθρόνα του δίπλα στο παράθυρο και χαζεύει τους περαστικούς, τα παιδάκια που πάνε σχολείο, τον παλιατζή που περνάει κάθε πρωί, την κυραΛένη απέναντι που απλώνει την μπουγάδα, τις νοικοκυρές που γυρνούν από τη λαϊκή σέρνοντας τα καρότσια. Όλη του η ζωή μια πολυθρόνα στο παράθυρο κι ένα τηλέφωνο. Κι εσύ. Το μέσα του παράθυρο στον έξω κόσμο. Βλέπει με τα μάτια σου, οδηγεί με τα χέρια σου, γεύεται το βιαστικό μεσημεριανό σου. Γι αυτό και σε ρωτάει όλα αυτά τα ανούσια - για να τα ζει μαζί σου. Γιατί άλλη ζωή δεν έχει πια, βαρύ το φορτίο των χρόνων του και λύγισε.

Κι εσύ του στερείς αυτή του την μοναδική διαφυγή, την μόνη χαραμάδα χαράς. Με την αφηρημένη σου απόκριση - που καταλαβαίνει. Με την αδιόρατη δυσφορία σου - που εισπράττει. Με την όλο και πιο λιγόλογη και βιαστική σου κουβέντα - που τον θλίβει. Εσύ ζεις έντονα -και το δικαιούσαι- κι εκείνος μαραζώνει -και δεν το αξίζει. Σκέψου τα λίγο όλα αυτά την επόμενη φορά που θα σε ενοχλήσει με το τηλεφώνημά του και ψάξε να ξαναβρείς μέσα σου την καταχωνιασμένη αγάπη που ξέρω πως του του έχεις και την συμπόνια που επίσης ξέρω πως κρύβεται κάτω από την αλαζονεία της επιτυχημένης καριερίστας.

Γιατί -σκέψου το κι αυτό- δεν θα τον έχεις για πολύ ακόμα να σε «ενοχλεί» ο γερο πατέρας σου…

Και θα ’ναι πια πολύ αργά…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου