Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018


Το χειρόφρενο
Από παιδιά γνωρίζονταν. Από τότε που ο Αλέξανδρος μετακόμισε στη γειτονιά της και γράφτηκε στο φροντιστήριο Αγγλικών που πήγαινε και η Αθηνά. Στα δεκατέσσερα εκείνη, στα δεκαπέντε αυτός. Πρώτες δειλές ματιές, πρώτα καρδιοχτύπια, εφηβικός έρωτας, ξενύχτια στο τηλέφωνο και βόλτες χέρι με χέρι στο πάρκο. Πρώτα αδέξια φιλιά, άβγαλτοι κι οι δυο, έμαθαν τον έρωτα μέσα από λαχανιασμένες ανάσες κι όρκους αιώνιας αγάπης.
Όρκοι που κρατήθηκαν κι ας ήταν σχολιαρόπαιδα. Μαζί στο Πάντειο, στρατιωτικό ο Αλέξανδρος, ταξίδια με το τραίνο η Αθηνά για να δει τον καλό της, μαζί στην τράπεζα όπου διορίστηκαν στη συνέχεια. Σε διπλανά γραφεία, αρνήθηκαν προαγωγές σε άλλες υπηρεσίες για να μη χωρίσουν. Τους αρκούσε που ήταν μαζί όλη μέρα, δουλειά και σπίτι, μια ψυχή σε δυο σώματα. 
Παιδιά δεν απέκτησαν, δεν ήθελε η μοίρα κι εκείνοι το αποδέχτηκαν αγόγγυστα. Ούτε και το επεδίωξαν παραπέρα με μακροχρόνιες θεραπείες και ψυχοφθόρες προσπάθειες, είχαν ο ένας τον άλλο για παιδί να φροντίζουν. Η Αθηνά να νοιάζεται για όλα τα μικρά, τα καθημερινά, τα ασήμαντα μα τόσο σημαντικά. Από το πάντα φρεσκοσιδερωμένο του πουκάμισο μέχρι το φαγητό που του άρεσε και τη μυρωδιά λεβάντας στα συρτάρια του. Κι ο Αλέξανδρος να την συνοδεύει στο θέατρο που τόσο της άρεσε κι ας τον άφηνε εκείνον αδιάφορο, να τη σκεπάζει τρυφερά το βράδυ και να της φέρνει λουλούδια σε ανύποπτες στιγμές. Και να την πηγαίνει με το αμάξι στα λιμανάκια της Βάρκιζας, στα ηλιοβασιλέματα. Αυτά που τόσο αγαπούσαν κι οι δυο να απολαμβάνουν καθώς ο ήλιος βουτούσε στη σκοτεινή θάλασσα πυρπολώντας την με φλόγες πορτοκαλλί και κόκκινες και μαβιές.
Όταν ζαλίστηκε για πρώτη φορά η Αθηνά δεν έδωσαν σημασία. Πάντα ήταν υποτασική κι εύθραυστη, απλά αύξησε λιγάκι την επαγρύπνηση και την προσοχή του. Όταν τη δεύτερη φορά μαζί με τη ζαλάδα έχασε και την ισορροπία της κι έπεσε κάτω, θορυβήθηκε. Έκλεισε ραντεβού με τον καλύτερο νευρολόγο που του σύστησαν αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της και την πήγε σχεδόν με το ζόρι.
Η διάγνωση καταπέλτης. Σκλήρυνση κατά πλάκας. Κάτι είχε ακούσει παλιότερα, δεν θυμόταν πώς και από ποιον, και πάγωσε στο άκουσμα. Η Αθηνά, πιο ψύχραιμη, βάλθηκε να τον παρηγορεί και να τον καθησυχάζει -το ίδιο κι ο γιατρός. Η επιστήμη είχε προχωρήσει πολύ, το ίδιο και η έρευνα, υπήρχαν πολλά όπλα στη φαρέτρα τους κι όλα θα πήγαιναν καλά.
Τίποτε δεν πήγε καλά. Από τις σπάνιες, τις πιο επιθετικές μορφές η δική της, εξελίχθηκε ραγδαία και σε λιγότερο από ένα χρόνο την είχε καθηλώσει στο κρεβάτι. Εκείνος πάντα δίπλα της, να προλαβαίνει κάθε της ανάγκη, να έχει αναλάβει τα πάντα στο σπίτι, να της διαβάζει όμορφες ιστορίες, να της χαμογελά. Κι εκείνη πάντα καλοδιάθετη για να μην τον στενοχωρήσει, να τον ακούει μισοκλείνοντας τα μάτια και ταξιδεύοντας σε κόσμους φανταστικούς, μαγικούς, να του χαϊδεύει το χέρι και να του αντιγυρίζει το χαμόγελο. "Είσαι ο βράχος μου", του έλεγε.
Έχασε το κουράγιο του μόνο όταν, σε μια εξέταση ρουτίνας, διαγνώσθηκε ο ίδιος με καρκίνο στον πνεύμονα και μάλιστα σε προχωρημένη μορφή. Δεν είχε δώσει σημασία ούτε στον επίμονο βήχα που τον παίδευε καιρό ούτε στο λαχάνιασμα που παρουσίαζε ανεβαίνοντας απλά τις σκάλες. Η σύσταση των γιατρών ήταν άμεση έναρξη θεραπείας ώστε να μπορέσουν μετά να προχωρήσουν σε επέμβαση -με μικρές ωστόσο πιθανότητες καλής μετέπειτα πορείας.
Ένιωσε σαν να άνοιξε ένα βάραθρο κάτω από τα πόδια του. Δεν νοιαζόταν για τον εαυτό του, όχι. Για εκείνη ήταν η αγωνία του. Τι θα γινόταν εκείνη αν αυτός… Πήρε γρήγορα τις αποφάσεις του. Αγνόησε εντελώς τους γιατρούς,  τις οδηγίες τους, το όλο θέμα. Σαν να μην το έμαθε ποτέ. Σαν να μην του είπαν τίποτε. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει την Αθηνά του σε τόσο δύσκολη κατάσταση και να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία. Και δεν υπήρχε περίπτωση βέβαια να της το πει, θα τη σκότωνε. Θα έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτε μέχρι να καταλαγιάσει όλη αυτή η φουρτούνα μέσα του και μετά θα έβλεπε.
Επέστρεφε από τη δουλειά του κάποιο απομεσήμερο αργά όταν πρόσεξε, για πρώτη φορά μετά από καιρό, τον ήλιο που κατηφόριζε στη θάλασσα. Και ξάφνου όλα έγιναν τόσο απλά, τόσο ξεκάθαρα. Επιτάχυνε, έφτασε σπίτι. Η Αθηνά τον είδε να μπαίνει χαμογελώντας μετά από πολύ καιρό. Του χαμογέλασε κι αυτή. Έσκυψε και την πήρε αγκαλιά. «Πού πάμε;», τον ρώτησε. «Να δούμε ξανά το ηλιοβασίλεμα» της απάντησε και την απόθεσε απαλά στο κάθισμα του συνοδηγού.
Έφτασαν στα λιμανάκια την ώρα που ο ήλιος βουτούσε στο νερό βάφοντας τον ουρανό με όλα τα χρώματα της φωτιάς. Στο βάθος είχαν κιόλας ανάψει τα πρώτα φώτα κι ο χρόνος σαν να στάθηκε για λίγο μετέωρος ανάμεσα σε μέρα και νύχτα. «Τι όμορφα που είναι», του ψιθύρισε με μάτια που αντιφέγγιζαν το λιόγερμα. «Για σένα το παράγγειλα», της αποκρίθηκε τρυφερά. Έσκυψε, τη φίλησε απαλά. Του ανταπέδωσε το φιλί αδέξια, με χείλη που έτρεμαν. Όπως τότε, παλιά. Όταν πρωτομάθαιναν τον έρωτα και την αγάπη, εφηβάκια κι οι δυο. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε για ένα ατέλειωτο λεπτό τυλίγοντάς την με μια ματιά που έκλεινε μέσα της όλη του την αγάπη. 
Ύστερα έλυσε το χειρόφρενο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου