Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

«Θα χιονίσει», είπε η Θάλεια σκεφτική κι ένιωσε τη διάθεσή της να χαλάει. Τράβηξε την κουρτίνα στο πλάι για να δει καλύτερα έξω. Η αυλή ήταν έρημη. Σουρούπωνε και το τσουχτερό κρύο είχε μαζέψει τον κόσμο από νωρίς στα σπίτια, γύρω από τζάκια και σόμπες που καταβρόχθιζαν κούτσουρα ή πετρέλαιο. Στο διπλανό διώροφο σπίτι, του Πάρη, τα φώτα δεν είχαν ανάψει ακόμα. Μάλλον θα έλειπαν όλοι, η μάνα του η κυρα Όλγα («Όγλα» την έλεγε μικρή, της ερχόταν πιο εύκολο) σε καμιά γειτόνισσα κι ο αδελφός του στο γαλατάδικο που δούλευε τελευταία. Όσο για τον ίδιο τον Πάρη, σίγουρα θα είχε πάει να μαζέψει τον πατέρα του από το καφενείο της πλατείας προτού  νυχτώσει για τα καλά. Δύσκολη δουλειά ακόμη και για ένα παλικάρι είκοσι χρονών όπως αυτός, σκέφτηκε, ιδίως όταν ο κυρ Γιώργης είχε πιει μερικά τσίπουρα παραπάνω και κατέβαινε την οδό Μουσών τρικλίζοντας και γλιστρώντας επικίνδυνα στο παγωμένο καλντερίμι μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, στην πάροδο Εννιά.
          Η ματιά της ταξίδεψε ένα γύρω στην αυλή τους. Ο κόσμος της, ο μικρόκοσμός της, εδώ που μεγάλωσε από μωρό. Πόσο τεράστια της φαινόταν παλιότερα! Και πόσο ασφαλής ένιωθε πάντα σ’ αυτή τη ζεστή αγκαλιά, με τα μικρά ισόγεια και διώροφα σπίτια γύρω-γύρω να την ορίζουν και να φτιάχνουν μια μικρή γειτονιά, τη γειτονιά τους. Σπίτια ονοματισμένα από τα παιδιά που ζούσαν σ’ αυτά, τους φίλους και τις φίλες της. Το σπίτι του Πάρη, δίπλα τους. Το σπίτι της Λίνας απέναντι και, πιο κει, το σπίτι της Κατερίνας. Η σκέψη της σκάλωσε για λίγο εκεί κι έκανε μια νοερή προσευχή για το κοριτσάκι που έφυγε ξαφνικά, στα έντεκά του χρόνια, αφήνοντας τους γονείς της ρημαγμένους να θρηνούν το μοναχοπαίδι τους.
          Παραδίπλα το μεγαλύτερο σπίτι της αυλής. Διώροφο, κάτω του Νίκου και του Φίλιππα και πάνω του Γιαννάκη, της Σούλας  και του Βασίλη. Κολλητά η μεγάλη σιδερένια πόρτα, η είσοδος στο κάστρο της γειτονιάς τους, με ένα τεράστιο «εννιά» κολλημένο πάνω. Το νούμερο 9 της παρόδου Μουσών. Ο μικρόκοσμός της! Που θα τον άφηνε σε λίγες βδομάδες για να φύγει πολύ μακριά. Ένιωσε ένα ξαφνικό δάγκωμα στην καρδιά. 
«Άντε να φέρεις κάνα ξύλο για τη φωτιά», διέκοψε την ονειροπόληση η μάνα της από την πολυθρόνα δίπλα στη σόμπα, όπου καθόταν με το αιώνιο πλεχτό στο χέρι.
Γύρισε και την κοίταξε. Της φάνηκε τόσο γερασμένη. Η Ουρανία, στα σαράντα δύο της, έδειχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη, με τα ξανθά-γκρίζα μαλλιά της μαζεμένα σε κότσο χαμηλά στον αυχένα και τα όμορφα, γαλανά της μάτια πλαισιωμένα από τις ρυτίδες μιας δύσκολης ζωής. Χήρα από τα είκοσι τέσσερα, μετά το ατύχημα στο βουνό που στοίχισε τη ζωή του άντρα της, πάλεψε με νύχια και με δόντια να μεγαλώσει τις τρεις κόρες της, τις μούσες της, όπως τις έλεγε τρυφερά. Η Θάλεια ήταν τότε μόλις τεσσάρων χρονών, η Μέλπω, η μεγάλη, στα έξι και η μικρή της, η Κλειώ, νεογέννητη.
Ζάβαλη μάικω, θυμήθηκε η Θάλεια τον Μυριβήλη κι αναστέναξε. Δόλια μάνα!  Και τι δεν τράβηξες στη ζωή σου! Στη ζωή που δεν σου χαρίστηκε καθόλου.
Τυλίχτηκε στο χοντρό της σάλι και βγήκε έξω. Τα ξύλα, ντανιασμένα κάτω από τη σκάλα, ήταν παγωμένα. Τράβηξε δυο τρία με δάχτυλα κοκαλωμένα από το κρύο. Θα χιονίσει, ξανασκέφτηκε κακόκεφη και μπήκε βιαστικά στη ζεστή κουζίνα. Έβαλε ένα κούτσουρο στη φωτιά, άνοιξε το ράδιο (σε λίγο θα άρχιζε “Το Θέατρο τους Δευτέρας”), έβαλε σε μια κούπα καυτό τσάι από το τσαγερό που ήταν μόνιμα πάνω στη σόμπα και βολεύτηκε στο μικρό καναπεδάκι, δίπλα στη μάνα της.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου