Τρίτη 14 Μαρτίου 2017


Η αγκαλιά της μοναξιάς

Ήθελε επειγόντως μια αγκαλιά. Την αποζητούσε απεγνωσμένα. Δυο χέρια ζεστά να την τυλίξουν μέσα τους. Να χαθεί στη σιγουριά, στη θαλπωρή τους. Να τη χτυπήσουν απαλά, καθησυχαστικά στην πλάτη. Να μη σκέφτεται πια, να μην πονά. Να μη θυμάται τα λόγια της να καρφώνουν την ψυχή της.

Μα δεν υπήρχε κανείς. Μόνη. Κι έξω βροχή. Σιωπηλή αλλά επίμονη, δυνατή. Σαν τη μέσα της οδύνη. Κάθισε στο παράθυρο. Άπλωσε τα χέρια και τύλιξε το σώμα της σε μια σφιχτή αγκαλιά. Τη δική της. Που δεν μπορούσε να της τη στερήσεις κανείς. Ένιωσε καλύτερα. «Εγώ κι εσύ, εαυτέ μου», ψιθύρισε. «Οι δυο μας… όπως χρόνια τώρα».

Άρχισε να κινεί ρυθμικά το σώμα της. Μπρος πίσω, μπρος πίσω. Ξανάγινε μωρό. Σαν και να ένιωσε τα χέρια της μάνας της γύρω της. Σαν και να άκουσε τη φωνή της να τη νανουρίζει. Εκείνο το παλιό αγαπημένο νανούρισμα. Το ίδιο που έλεγε κι εκείνη με τη σειρά της στο δικό της μωρό. Εκείνο που την πλήγωσε τόσο βαθιά, τόσο αναίτια.

Χάιδεψε με τα χέρια της τους ώμους της. Να κανακέψει την ψυχή της. Να τη γλυκάνει. Κι η βροχή συνέχιζε να πέφτει. Μονότονα. Αδιάφορα.

(Από την υπό συγγραφή νουβέλα μου με προσωρινό τίτλο «Αντιγόνη»)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου