Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017


Πρωτοχρονιάτικο απόσπασμα από την νουβέλα
«Φρίντα & Βικτώρια».




«Κόντευαν μεσάνυχτα. Παραμονή πρωτοχρονιάς και το κρύο ήταν τσουχτερό ακόμα και μέσα στην Αθήνα ενώ στην Πάρνηθα χιόνιζε από το πρωί. Η Βικτώρια έβαλε ακόμη ένα ξύλο στο τζάκι που τριζοβολούσε χαρούμενα και ζέσταινε το χώρο απλώνοντας μια γλυκιά λάμψη ολόγυρα. Ήταν από τις βασικές της απαιτήσεις όταν έψαχνε να βρει σπίτι - να έχει οπωσδήποτε τζάκι. Έτσι είχε μάθει στο πατρικό της, την παλιά μονοκατοικία κοντά στον ΆιΓιάννη τον Κυνηγό - εκείνη που δόθηκε αντιπαροχή για να χτιστεί μια άχαρη πολυκατοικία. Πόσο είχε κλάψει τότε... της έκλεψαν την παιδική της ηλικία, γκρέμισαν τη ζωή της ολόκληρη... Δεν ξαναπέρασε για χρόνια από την παλιά της γειτονιά, πονούσε κάθε που έβλεπε την πολυώροφη οικοδομή να συνθλίβει με τον όγκο της την αυλή και τον κήπο που έπαιζε παιδάκι. Παρηγορήθηκε κάπως όταν βρήκε αυτό το σπίτι με το τζάκι και το άναβε καθημερινά όλο το χειμώνα.
Η Φρίντα ξεκουλουριάστηκε από την πολυθρόνα που χουζούρευε και τεντώθηκε σαν αιλουροειδές για να ξεμουδιάσει. Κάτι η γαλοπούλα που είχαν ξεκοκκαλίσει νωρίτερα, κάτι το δυνατό Μακεδονίτικο ξινόμαυρο που ακόμα σιγόπινε απολαμβάνοντας το τσιγάρο της (με την κατ’ εξαίρεση άδεια της φιλενάδας της λόγω της ημέρας), κάτι η ζέστη και το απαλό φως των κεριών που ήταν τα μόνα που φώτιζαν τον χώρο, είχε γλαρώσει.
«Βικτωράκι... δεν φέρνεις να κόψουμε εκείνη τη βασιλόπιτα; Δεν κάνει να μας βρει ο καινούργιος χρόνος κοιμισμένες, έχουμε κι ένα μωρό να μεγαλώσουμε!»
Η Βικτώρια, με όλη την σοβαρότητα του εθίμου και την αύρα της εγκυμοσύνης να στεφανώνει το κόψιμο της πίτας, άρχισε να ξεχωρίζει τα κομμάτια. Η Φρίντα με παιδιάστικη ανυπομονησία τα άρπαζε και τα κοιτούσε από κάτω για να δει πού είχε πέσει το φλουρί.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου