Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017



Κάποια παλιά Χριστούγεννα στην "Πάροδο Μουσών 9" στη Βέροια, την πατρίδα της καρδιάς μου!

Χαρούμενα Χριστούγεννα με αγάπη και πολλά χαμόγελα φίλοι μου!

"Χριστούγεννα 1972

Η Ουρανία ξύπνησε από έναν περίεργο θόρυβο. Στην αρχή δεν μπορούσε να εντοπίσει ούτε τι ήταν ούτε από πού ερχόταν. Σηκώθηκε, τυλίχτηκε στο σάλι της και βγήκε στον διάδρομο. Ο θόρυβος, κάτι σαν πνιχτά γέλια, την οδήγησε στο δωμάτιο των κοριτσιών. Από τη χαραμάδα της πόρτας ξέφευγε μια λεπτή, αδύναμη αχτίδα φωτός. Χαμογέλασε τρυφερά. Οι κόρες της ξενυχτούσαν. «Λογικό» σκέφτηκε, «έπειτα από τόσα χρόνια που είχαν να βρεθούν όλες μαζί. Παράλογο» ξανασκέφτηκε, «μιας κι έχουν τόσο μεγάλη μέρα μπροστά τους αύριο».

Έσπρωξε σιγανά την πόρτα. Τα μάτια και η καρδιά της γέμισαν από την εικόνα που φανερώθηκε μέσα από το στενό άνοιγμα. Η Μέλπω ήταν μισοξαπλωμένη στο ένα κρεβάτι, με την πλάτη να ακουμπά στο προσκέφαλο και τα φουντωτά μαύρα μαλλιά της να έχουν σκεπάσει το μαξιλάρι. Διαγώνια στο κρεβάτι, με τα πόδια να ακουμπούν στην άσπρη φλοκάτη και το κεφάλι στην αγκαλιά της μεγάλης, που τύλιγε και ξετύλιγε τις ξανθές μπούκλες στα δάχτυλα, χουζούρευε η Κλειώ μέσα στις αστείες ροζ πιτζάμες της με τα αρκουδάκια. Και οι δυο κοίταζαν με μια έκφραση ευθυμίας τη Θάλεια που, καθισμένη στο απέναντι κρεβάτι οκλαδόν, κάτι τους έλεγε με περισπούδαστο ύφος, με τα χέρια να ανεμίζουν για να δώσει έμφαση στα λόγια της.

Η Ουρανία έμεινε για λίγο ακίνητη να τις χαζεύει. «Τα κορίτσια μου τα όμορφα» σκέφτηκε. «Οι Μούσες μου». Θυμήθηκε τον αγώνα που είχε κάνει για να τις ονομάσει έτσι. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της πολύ μικρή, στο Δημοτικό ακόμα, όταν είχε μάθει στην ελληνική μυθολογία για τον θεό Απόλλωνα και τις εννέα Μούσες του στις πλαγιές του Ελικώνα. Την είχαν γοητεύσει τόσο τα ονόματα και ο μύθος, που αποφάσισε, αν έκανε ποτέ κόρες, να τους έδινε ονόματα Μουσών, όπως ήταν, τυχαία, και το δικό της.

Δύσκολη δουλειά, όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Με την πεθερά της, την κυρα-Πελαγία, και τη μάνα της, την κυρα-Ζαμπέτα, να έχουν κάνει κόμμα και να την κατακεραυνώνουν. «Πού ακούστηκε» έλεγαν οργισμένες, «να μην ονοματίσεις τα κορίτσια σου από τη μάνα σου, από τη μάνα του αντρός σου! Και ποια νομίζεις ότι είσαι, να σπας την παράδοση και να κάνεις του κεφαλιού σου; Άκου “Μούσες”! Δεν φταίει κανείς» συνέχιζε η μάνα της τον εξάψαλμο, «ο κύρης σου φταίει, που σ’ έστειλε σχολειό να μάθεις γράμματα. Να τώρα τα χαΐρια μας. Ρεζίλι θα μας εκάμεις».

«Σιγά μη βγάλω τα κορίτσια μου “Πελαγίες” και “Ζαμπέτες”» απαντούσε πεισματωμένη εκείνη. Και διόλου δεν την ένοιαζε τι έλεγαν οι «γριές». Της έφτανε που ο Λευτέρης της ήταν με το μέρος της. «Ό,τι θέλει η κοκόνα μου» της έλεγε, και την αγκάλιαζε μ’ εκείνο το βλέμμα το γεμάτο αγάπη που την έκανε να νιώθει παντοδύναμη. Τις ονόμασε όπως ήθελε εκείνη, σε πείσμα όλων των κουτσομπολιών και των αντιρρήσεων, με τα ονόματα των Mουσών που της άρεσαν: Μελπομένη, Θάλεια, Κλειώ, χωρίς να θυμάται ποια τέχνη ή επιστήμη αντιστοιχεί στην καθεμία".



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου