Σάββατο 21 Ιουλίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή
Το πρώτο μπάνιο 


Ουάου και πάλι ουάου κι ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω από το excitement (βελτιώνομαι συνεχώς με τα αγγλικά μου) από χτες που μας πήρε ο μπαμπάς και η μαμά, εμένα και τον Ρόμπι, και πήγαμε όλοι μαζί στο μεγάλο μπλε νερό που το λένε θάλασσα και το έβλεπα μόνο από ψηλά από το καράβι αλλά χτες πήγαμε σε ένα μέρος που το λένε παραλία και ήταν ερημική και ήμασταν μόνοι μας γιατί είπε η μαμά ότι αν είναι κι άλλοι μπορεί να θυμώσουν που θα κολυμπήσουμε κι εμείς τα σκυλιά στο ίδιο νερό και καθόλου δεν το κατάλαβα αυτό αφού εμείς κάνουμε κάθε τόσο μπάνιο (αυτοί πλένονται; )  και έχουμε κάνει και όλα μας τα εμβόλια (αυτοί τα έχουν κάνει; ) και ποτέ δεν κατουράμε μέσα στη θάλασσα (ενώ οι πιο πολλοί από αυτούς κατουράνε) και τέλος πάντων κατεβήκαμε μια απότομη κατηφόρα και είχε και άμμο και βότσαλα  κι άρχισα να τρέχω πάνω κάτω και να κυλιέμαι μέχρι που φτάσαμε στην άκρη κι εκεί είδα να αρχίζει η θάλασσα που δεν ήταν μπλε ακριβώς αλλά διάφανη σαν το νερό που πίνω κι έγλυψα λιγάκι αλλά  ήταν λύσσα στο αλάτι και μετά πήγα να βάλω  τα ποδαράκια μου όμως ήρθε ένα κυματάκι πλιτς πλατς και με τρόμαξε λιγάκι κι έκανα πίσω αλλά ήθελα και να πάω  στη μάνα που είχε μπει μέσα και με φώναζε μέχρι που ήρθε ο μπαμπάς και με πήρε αγκαλιά και με πήγε κοντά της κι εγώ καθόλου δεν φοβόμουνα πια κι άρχισα να κουνάω όλα μου τα ποδαράκια, και τα τέσσερα, και μια χαρά επέπλεα και πολύ το χάρηκα που ήξερα να κολυμπάω κι ύστερα βγήκα προς τα έξω και κυλιόμουν στην άμμο και μετά ποιος μ’ έπιανε που έβαζα μια φουλάρα κι έτρεχα στο νερό και κολύμπαγα ενώ ο Ρόμπι καθόταν έξω και λιαζόταν και καθόλου δεν του έκανε κέφι να μπει στη θάλασσα μέχρι που βγήκε η μάνα και τον πήρε σηκωτό και τον έφερε μέσα και μια χαρά κολυμπούσαμε όλοι παρέα και μετά πλατσουράγαμε κι οι δυο μαζί με τον μπαμπά κι ύστερα ανακάλυψα κάτι βράχια κι έτρεξα και σκαρφάλωσα πάνω και φώναζε η μάνα «κατέβα κάτω βρε παλαβόσκυλο, θα πέσεις, κατσίκι είσαι;» κι εγώ κατέβηκα για να μην την λαχταράω και βρήκαμε με τον Ρόμπι έναν άλλο μεγάλο γυαλιστερό βράχο μέσα στη θάλασσα και ανέβηκα κι ας γλίστραγε και μετά ξαναμπήκαμε στο νερό που ήταν μέσα η μάνα κι εκείνη γελούσε που έμοιαζα, λέει,  με φώκια (τι είναι αυτό, καλό ή κακό; ) έτσι μαύρη και γυαλιστερή που είναι η μουσούδα μου και με έλεγε Μαρκ Σπιτς (ένας που είχε κερδίσει πολλά μετάλλια στο κολύμπι, μου εξήγησε μετά ο σοφός βούδας αδερφός μου) κι ύστερα φύγαμε και γυρίσαμε σπίτι κι ήπια μια κατσαρόλα νερό γιατί είχα κορακιάσει με το αλατόνερο κι ήμουν τόσο μα τόσο ενθουσιασμένος με τη θάλασσα αλλά μου βγήκε και λίγο ξινό γιατί έπιασε η μάνα το λάστιχο και μας έπλυνε με τον Ρόμπι και τι ήθελε να μας πλύνει, τόση ώρα ήμασταν μέσα στο νερό και μια χαρά είχαμε στολιστεί με χιλιάδες χαλικάκια και άμμους και πήγε και μας τα έβγαλε και μετά λιαζόμασταν στον ήλιο σαν τα χταπόδια για να στεγνώσουμε μέχρι που με πήρε ο ύπνος και ξεράθηκα κανα δίωρο με τόση τρεχάλα και κολύμπι και πολύ μα πολύ το φχαριστήθηκα το πρώτο μου μπάνιο!








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου