Πέμπτη 18 Απριλίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Ο Ξουτ 
Σήμερα έκανα μια μεγάλη ματσολιά που την έχω ξανακάνει δηλαδή και με μάλωσε πολύ η μάνα αλλά και πώς να αντισταθώ στο ανοιχτό πορτάκι του κήπου και να μην πεταχτώ έξω αλλά να, γύρισε η μάνα με κάτι τσάντες στα χέρια και καθώς μπήκε έπεσα πάνω της όλο χαρά και πέσανε οι τσάντες και κόντεψε να πέσει κι εκείνη κι έμεινε το πορτάκι λίγο ανοιχτό κι έκανα μια μπραφ! και την κοπάνησα φουλάρα κι άρχισα να τρεχολογάω κι εκείνη ξοπίσω μου φωνάζοντας αλλά και σιγά να μη μ’ έπιανε κι εκεί που χοροπήδαγα είδα έναν σκυλάκο που δεν τον είχα ξαναδεί και πήγα κοντά του και του έκανα χαρές γιατί μ’ αρέσει να γνωρίζω νέα ζωάκια και του είπα με λένε Ηρακλή, εσένα πώς σε λένε και μου είπε με λένε Ξουτ κι εγώ έμεινα παγωτό, τι όνομα περίεργο είναι αυτό και μου είπε έτσι με φωνάζουν όλοι από τότε που έγινα αδέσποτος κι εκεί πολύ στεναχωρέθηκα γιατί ξέρω τι είναι αδέσποτος και ντρεπόμουνα να ρωτήσω πώς και γιατί αλλά άρχισε μόνος του να μου μιλάει και μου είπε ότι κάποτε παλιά, όταν ήταν κουταβάκι, είχε μια μαμά κι έναν μπαμπά αλλά όταν μεγάλωσε άκουσε να λένε ότι παραέγινε μεγάλος και δεν τους βόλευε πια κι εγώ έγινα έξαλλος, τι πα να πει αυτό, τα παιδάκια μας τα αγαπάμε πάντα όσο μεγάλα και να γίνουν κι εκείνος αναστέναξε λυπημένα και μου είπε ότι άλλο τα ανθρωποπαιδάκια κι άλλο τα σκυλοπαιδάκια για κάποιους με μικρή καρδιά κι έτσι τον πήγαν σε ένα βουνό και τον παράτησαν κι έφυγαν κι εκείνος έτρεχε πίσω από το αμάξι αλλά δεν μπορούσε να το φτάσει κι έμεινε μονάχος του για πολύ καιρό και πολύ φοβόταν και πεινούσε αλλά σιγά σιγά έμαθε να ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό και να κάνει στην άκρη να μην τον πατήσουν τα αυτοκίνητα και μια μέρα που ήταν ξαπλωμένος σε ένα χαντάκι πολύ αδύναμος γιατί είχε πολλές μέρες να φάει ήρθε μια κυρία και τον πήρε και τον πήγε σε ένα μέρος με πολλά κλουβιά και πολλά σκυλιά και στην αρχή χάρηκε γιατί έτρωγε και δεν γινόταν μούσκεμα όταν έβρεχε αλλά μετά άρχισε να μην αντέχει να είναι όλη μέρα κλεισμένος μέσα, μόνο μισή ωρίτσα έβγαινε έξω να ξεμουδιάσει, και σταμάτησε να τρώει από την στεναχώρια και μια μέρα που ξέχασαν την πόρτα ανοιχτή την κοπάνησε και ξαναγύρισε στους δρόμους γιατί καλύτερα να είναι ελεύθερος κι ας του έλεγαν όλοι «ξουτ, ξουτ» κι έτσι του ’μεινε το όνομα κι ας πεινάει, δεν το άντεχε το κλουβί, και καλύτερα να ζήσει λιγότερα χρόνια παρά περισσότερα και φυλακισμένος αλλά στάθηκε και πολύ τυχερός γιατί μετά από πολλές μέρες  βρέθηκε σε μια γειτονιά που ήταν καλοί άνθρωποι και δεν τον κυνηγούσαν και του έδιναν και να φάει και μάλιστα μια κυρία του είπε να μπει στην αυλή της να μείνει αλλά εκείνος έχει μάθει να γυρίζει ελεύθερος και δεν θέλησε να μπει, μόνο της έγλειψε το χέρι με αγάπη που τον ταΐζει, κι έχει βρει κι ένα μισοτελειωμένο παρατημένο σπίτι και κοιμάται εκεί κι εγώ του έγλειψα τη μούρη και του είπα να έρχεται και στη δικιά μου τη γειτονιά να τρώει γιατί και η μάνα και η κυρία Χρυσούλα ταΐζουν τα αδέσποτα και μετά χωρίσαμε και γύρισα με δάκρυα σπίτι και σκεφτόμουν πόσο τυχερό σκυλάκι είμαι που έχω μια οικογένεια που με αγαπάει και ζήτησα συγγνώμη από τη μάνα που την στενοχώρησα και σας παρακαλώ πολύ φίλοι μου όταν βλέπετε σκυλάκια σαν τον Ξουτ να τους δίνετε λίγο φαγάκι, είναι τόσο αδικημένα…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου