Της Μοίρας τα παράξενα τερτίπια ***
Της Μοίρας τα παράξενα τερτίπια ***
Το ζακόνι
«Αγάπησε τον φίλο σου / με το ζακόνι πούχει»
έλεγαν οι παλιοί - όπου ζακόνι=κουσούρι
Σωστή κατ’ αρχήν η ρήση - ελέγχεται ωστόσο κατ’ άρθρον και εν
συνόλω.
Όλοι έχουμε τα κουσούρια μας κι όλοι ελπίζουμε /θέλουμε
/απαιτούμε να μας αποδέχονται οι φίλοι μας μ’ αυτά όπως, εξ άλλου, (δηλώνουμε
ότι) τους αποδεχόμαστε κι εμείς με τα αντίστοιχα δικά τους.
Και καλά όταν τα κουσούρια είναι κουσουράκια επιπέδου «φλύαρος»,
«ασυνεπής στα ραντεβού», «ψιλογκρινιάρης». Όταν όμως ανεβαίνουμε επίπεδο, όταν
το ζακόνι καταντά βραχνάς για μας, αιτία εκνευρισμού και/ή αγανάκτησης, όταν
σχεδόν σε κάθε συζήτηση/συνάντηση τα παίρνουμε εν κρανίω γιατί «πάλι το
είπε/έκανε το θαύμα του», τότε τι; Επιμένουμε, παραμένουμε και περιμένουμε την
(ουδέποτε επισυμβαίνουσα) βελτίωση ή την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια προς την
έξοδο από μια σχέση που μάλλον μας τσαντίζει και μας απογοητεύει παρά μας
δημιουργεί ευεξία και θετικά συναισθήματα;
Μέγα το ερώτημα και το δίλημμα ακόμη πιο μεγάλο. Παρασυρμένοι
στην δίνη άλλοτε της αδράνειας (πού να τα χαλάω τώρα…), άλλοτε της συμπόνιας
(μα πώς να τον πληγώσω…), άλλοτε της αμφιβολίας (μωρέ μπας και υπερβάλλω και
δεν είναι και τόσο κακός…) κι άλλοτε της αναβλητικότητας (αν το ξανακάνει, πάει
και τέλειωσε…) συνήθως διαιωνίζουμε μια κατάσταση ενοχλητική έως ανυπόφορη που
μας αναλώνει και σπαταλά τον χρόνο μας.
Και, κακά τα ψέματα, ο χρόνος είναι πολύτιμος και
ανεπίστρεπτος, ειδικά από μια ηλικία και μετά. «Οι καιροί ού μενετοί» είπε ο σοφός
Θουκυδίδης (το δικό μου προσωπικό μότο ζωής) και καλά θα κάνουμε να το
θυμόμαστε και να το τιμούμε - και να αξιολογούμε τα πέριξ ζακόνια ανάλογα με
την έντασή τους και τις αντοχές/ανοχές μας.
ΒΑΛΕΡΙΑ
(5 ετών): Γιαγιά θέλω να κάνω τατουάζ!
ΓΙΑΓΙΑ
(κωμική έκπληξη): Τατουάααζ;;; Αλήθεια τώρα; Δεν
είσαι ΠΟΛΥ μικρή για το
σκέφτεσαι καν;
ΒΑΛΕΡΙΑ
(κωμική αγανάκτηση, χεράκια ανοιχτά τεντωμένα):
Βρε γιαγιά!!! Ψεύτικο,
όχι αληθινό!!!
ΓΙΑΓΙΑ
(κωμική ανακούφιση): Αααα, μάλιστα… είπα κι εγώ… Και
πώς γίνεται αυτό το ψεύτικο;
ΒΑΛΕΡΙΑ:
Είναι σαν αυτοκόλλητο που το βρέχεις και το κολλάς
στο χέρι και γίνεται το
τατουάζ και μετά φεύγει όταν
κάνεις μπάνιο - μα τίποτε
δεν ξέρεις;
ΓΙΑΓΙΑ: Αυτά
τα καινούργια κόλπα δεν τα ξέρω, θα μου τα
μάθεις;
ΒΑΛΕΡΙΑ
(ενθουσιασμένη): Ναι!!! Κι εσύ θα με βοηθήσεις να το
κάνω κι όταν μεγαλώσω θα
κάνω και αληθινό.
ΓΙΑΓΙΑ
(προσεκτική) : Μμμ… δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα, δεν
είναι καθόλου ίδιο με το ψεύτικο
που λέμε τώρα.
ΒΑΛΕΡΙΑ:
Δηλαδή;
ΓΙΑΓΙΑ: Δηλαδή
γίνεται με βελόνες που σου βάζουν ειδικό μελάνι
στο δέρμα και μετά δεν βγαίνει
με το μπάνιο, μένει για
πάντα εκεί.
ΒΑΛΕΡΙΑ
(γνήσια σοκαρισμένη): Βελόνες;;;
ΓΙΑΓΙΑ:
Βελόνες, βέεεεβαια… σαν εκείνη που σου κάνει ο γιατρός
το εμβόλιο και σε κρατάμε τρεις
για να το καταφέρουμε!
ΒΑΛΕΡΙΑ
(σκεφτική): Όταν γίνω μεγάλη δεν θα τις φοβάμαι…
ΓΙΑΓΙΑ:
Ούτε και τώρα πρέπει να τις φοβάσαι όταν είναι για καλό,
για την υγεία σου.
ΒΑΛΕΡΙΑ
(αλλού συντονισμένη): Και στ’ αλήθεια δεν βγαίνει το
κανονικό τατουάζ;
ΓΙΑΓΙΑ: Στ’ αλήθεια - ή μάλλον πολύ πολύ δύσκολα.
ΒΑΛΕΡΙΑ:
Εσένα γιαγιά δεν θα σου άρεσε να κάνεις;
ΓΙΑΓΙΑ:
Να σου πω. Πιο παλιά έλεγα να κάνω ένα πολύ μικρούλι
αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν θα
μπορούσα να το βγάλω αν
δεν το ήθελα πια κι έτσι δεν το
έκανα.
ΒΑΛΕΡΙΑ:
Όμως ένα ψεύτικο σαν το δικό μου, που θέλω να κάνω,
θα κάνεις;
ΓΙΑΓΙΑ
(πονηρό χαμόγελο): Και βέβαια! Τέτοιο ψεύτικο να κάνω,
που θα μπορεί να φύγει εύκολα!
ΒΑΛΕΡΙΑ
(ενθουσιασμένα παλαμάκια): Γιεεεες!!! Έλα να κάνουμε
το δικό μου και μετά θα σε
βοηθήσω στο δικό σου, οκέι;
ΓΙΑΓΙΑ:
Οκέι γλυκουλίνα μου - φιλάκι;
Κουβέντες
με τα εγγόνια μου
Η αλήθεια
μας
--- Αγοράκι
μου γιατί είσαι στενοχωρημένο;
--- Με
μάλωσε η κυρία στο σχολείο…
---
Γιατί, τι έγινε;
--- Μουτζούρωσα
την ζωγραφιά της Λυδίας
--- Και
γιατί το έκανες αυτό;
--- Πρώτα
εκείνη μουτζούρωσε την δική μου
--- Κι εσύ δεν έπρεπε να κάνεις το ίδιο αφού είναι
λάθος, έπρεπε να της εξηγήσεις όμορφα όμορφα ότι αυτό δεν είναι σωστό, να την
διορθώσεις για να γίνει καλύτερο παιδάκι
--- ..........
--- Την
μάλωσε κι εκείνη η κυρία;
--- Όχι
γιατί ήρθε όταν η Λυδία έβαλε τα κλάματα και είδε μόνο
εμένα να μουτζουρώνω…
--- Και δεν
ρώτησε τι έγινε;
--- Όχι…
--- Κι
εσύ δεν της είπες ότι η Λυδία ξεκίνησε την αταξία;
--- Όχι…
--- Και
γιατί;
--- Δεν
θα με πίστευε, η Λυδία έκλαιγε και θα της έλεγε πως εγώ
φταίω και θα την πίστευε εκείνη
--- Αυτό
δεν μπορείς να το ξέρεις, οι μεγάλοι συνήθως μπορούν να
καταλάβουν ποιος από τους δυο λέει την
αλήθεια
--- Τα
κορίτσια όλο βάζουν τα κλάματα και δεν τα μαλώνουν…
--- Κι έτσι
δεν μίλησες καθόλου;
--- ……………….
--- Αυτό είναι
λάθος και να μην το ξανακάνεις. Την αλήθεια μας
την λέμε πάντα ακόμη κι αν είναι
διαφορετική από αυτό που
λένε οι άλλοι, ακόμη κι αν νομίζουμε πως
δεν θα μας πιστέψουν.
Εσύ
θα λες αυτό που ξέρεις για σωστό και αληθινό και θα δίνεις
στην
δασκάλα ή σε όποιον μεγάλο είναι μπροστά να καταλάβει
τι
ακριβώς έγινε και να αποφασίσει ποιος έφταιξε. Και να σου
πω
και κάτι άλλο; Ακόμη κι αν δεν καταλάβει καλά, ακόμα κι αν
αποφασίσει
λάθος και σε μαλώσει, εσύ θα είσαι εντάξει με τον
εαυτό
σου ότι είπες την αλήθεια σου και υποστήριξες το δίκιο
σου. Εντάξει αγοράκι μου;
---
Εντάξει - σ’ αγαπώ πολύ γιαγιά!
--- Κι
εγώ παλικαράκι μου - πάμε τώρα να φάμε παγωτό;
Ανάποδος καθρέφτης
Καθρέφτη έβαλαν μπροστά του
«Κοίταξε καλά», του είπαν
«Δες εκείνα που δεν βλέπεις
Που σου ξεφεύγουν
Που επίτηδες προσπερνάς»
Κοίταξε προσεκτικά
Ανήσυχα
Είδε της ζήσης του
Ρυτίδες και χαρακιές που ήξερε
Κι άλλες που υποψιαζόταν
Μα δεν ήθελε να παραδεχτεί
«Βλέπεις;», του είπαν
Πολλά τα άσχημα σημάδια
Καιρός ν’ αλλάξεις ρότα
Να γκρεμίσεις για να ξαναχτίσεις
Από την αρχή»
Ταράχτηκε
Κοίταξε ξανά
Πιο προσεκτικά ετούτη τη φορά
Μα δεν του φάνηκαν δα και τόσο
φοβερές τώρα
Οι χαρακιές και οι ρυτίδες
Δικιά του ήταν η εικόνα
Δικιά του κι η ζωή
Που άλλοι, αμείλικτοι δικαστές,
Αυτόκλητα κρίνανε αυστηρά
Σκοτούριασε το βλέμμα του καμπόσο
Αίφνης χαμόγελο χαράχτηκε στα
χείλη του
Κραγιόνι πήρε μαύρο
Έγραψε πάνω του μια φράση
Ύστερα κρέμασε τον καθρέφτη
Ανάποδα στον τοίχο
Προς τα μέσα να κοιτάζει
Κι έφυγε με το μυστηριώδες χαμόγελο
Ακόμη χαραγμένο
Πλησίασαν
απορημένοι, γυρίσανε τον
καθρέφτη
Η φράση έλεγε με γράμματα μεγάλα
ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ;;;
Έξι παρά το πρωί - χαράζει.
Από το ανοιχτό παράθυρο, μαζί με το πρώτο φως, εισβάλλει στο δωμάτιο και η χορωδία των τζιτζικιών - κι εγώ, στο πρώτο επίσης ξύπνημα, απολαμβάνω το τραγούδι τους. Το τόσο γνώριμο, το ίσως μονότονο αλλά και τόσο αγαπημένο και φορτωμένο με αναμνήσεις χρόνων - να συνοδεύει καλοκαίρια, αποδράσεις, ξένοιαστες στιγμές.
Δεν θα κρατήσει για πολύ, το ξέρω. Μόλις
το φως γίνει περισσότερο θα απογειωθούν τα πουλιά για το πρωινό κυνήγι. Κι
εκείνα, τα τζιτζίκια, θα σταματήσουν το τραγούδισμα, θα λουφάξουν και θα γίνουν
ένα με το χρώμα του δέντρου που τα φιλοξενεί. Για να γλιτώσουν την επέλαση του
σμήνους. Για να κερδίσουν μια ακόμη μέρα στην τόσο εφήμερη, στην τόσο σύντομη
ζωή μα και στην τόσο -καθ' ημάς- ξένοιαστη και χαρούμενη ζωή τους.
Χαράζει και τα τζιτζίκια ξεκίνησαν να
τραγουδούν!
Από αγάπη και πέτρα
Είναι το ένατο βιβλίο μου - αλλά η χαρά και η συγκίνηση να το κρατώ στα χέρια μου είναι πάντα όμοια σαν της πρώτης φοράς!
Το καινούργιο μου πνευματικό παιδί είναι πλέον στη διάθεσή σας - και, όπως και ο «Ηρακλής», έτσι και η «Αγάπη» θα παραχωρήσει τις εισπράξεις από τις παραγγελίες σας στα αδέσποτα της Φιλοζωική Δράση Εθελοντών Αγίας Μαρίνας Κορωπίου και σ’ εκείνα που υποστηρίζω προσωπικά.
Αφιερωμένο σε σας, τους φίλους μου, έχει βάλει σκοπό να συντροφεύσει όμορφα και με χιούμορ τις καλοκαιρινές σας αποδράσεις!
Ελληνική Λογοτεχνία
Από αγάπη και πέτρα
Διηγήματα
Συγγραφέας: Βασιλική Αποστολοπούλου
Εκδότης: Αυτοέκδοση
ISBN: 978-618-00-2929-1
Αριθμός Σελίδων: 159
Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 21χ14,5
Γλώσσα Γραφής: Ελληνικά
Έτος Έκδοσης: 2021
Τιμή: 10€
Χέρια σφιχτά δεμένα
Απλώνω νοερά τα χέρια κι αγγίζω τη μάνα μου την Χριστίνα - και μέσα από εκείνη την δική της μάνα, την γιαγιά μου την Ελένη...
Απλώνω νοερά τα χέρια κι αγγίζω τα παιδιά μου - και
μέσα από εκείνα τα δικά τους παιδιά, τα εγγόνια μου...
![]() |
Εκεί που είσαι ήμουνα, εγγονέ μου...
Και δεν έχει σημασία πως, κάποια στιγμή, θα έρθεις κι εσύ εδώ που είμαι, παντοδύναμος ο κύκλος της ζωής.
Σημασία έχει, όταν έρθεις, να μπορείς να κοιτάξεις πίσω σου και να μην μετανιώνεις για όσα έκανες - και, κυρίως, για όσα ΔΕΝ έκανες ενόσω είχες τον χρόνο και την ευκαιρία.
Γιατί αυτό το ΔΕΝ θα σε στοιχειώνει πάντα...
Έφυγες Χρυσούλα μου... χαράματα φτερούγισες...
Πενήντα χρόνια πορευτήκαμε μαζί - από το καλοκαίρι του
'71 που γίναμε για πρώτη φορά γειτόνισσες.
Παιδικές φιλίες
Εκείνες, τις παιδιάστικες, που ξεκίνησαν σε μια γειτονιά με
ένα δειλό «πώς σε λένε παιδάκι; θέλεις να παίξουμε;»
Ή τις άλλες, τις λίγο μεγαλύτερες, που ξεκίνησαν σε μιαν αυλή
σχολείου ή σε μια τάξη.
Κάποιες που κράτησαν για λίγο καιρό, κάποιες άλλες μια ζωή κι
ας αλλάξαμε σχολεία και γειτονιές.
Κάποιες που χάθηκαν στην πορεία κι απέμεινε η νοσταλγική τους θύμηση
μιας κι ήταν δεμένες με τα χρόνια της αθωότητας.
Κάποιες από αυτές τις «απολεσθείσες» που συναντήθηκαν απρόσμενα
μετά από χρόνια, αγκαλιάστηκαν και δέθηκαν πάλι πιο στιβαρές, καθότι πιο
ώριμες.
Και κάποιες από αυτές τις τελευταίες που χάθηκαν και πάλι μιας
και λύθηκαν, ξαφνικά κι ανεξήγητα, οι αναπαλαιωμένοι δεσμοί.
Σ’ αυτές τις τελευταίες σκαλώνει σήμερα, μέρα περισυλλογής και
νοσταλγίας, για λίγο η σκέψη μας. Και ποιος ξέρει - μπορεί να βρουν κι αυτές
κάποια στιγμή το μονοπάτι της επανόδου, της ανάστασης.
Στις παιδικές φιλίες λοιπόν - διαχρονικές και μη.
Forza Moka!
Ο μεγάλος έρωτας!
Έχω τόσα πολλά και θαυμαστά να σας πω από αυτά που συμβαίνουν στο σπίτι μας που δεν ξέρω από πού να αρχίσω κι έτσι θα αρχίσω από τον μεγάλο μου έρωτα που ΔΕΝ είναι ο Ηρακλής όπως ίσως φανταστήκατε, ο Ηρακλάκος είναι πολλύυυ καλό μου φιλαράκι και κάνουμε μαζί ένα σωρό ματσολιές και τσιρίζει η μάνα "σαν τα μούτρα σου την έκανες" κι εγώ δεν καταλαβαίνω πρώτον τι έχουν τα μούτρα του, μια χαρά σκυλόμουτρα είναι, και δεύτερον καμία σχέση, εγώ είμαι ξανθιά κι αιθέρια κι εκείνος μαυροτσούκαλος και μπουνταλάς αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας, ο καθείς και τα μούτρα του, το θέμα μας είναι ο έρωτας που σας έλεγα και που είναι ο Ρόμπι, αυτός ο τεράστιος σοβαρός σιωπηλός σκύλαρος που αράζει όλη μέρα στον καναπέ και δεν μου δίνει καμία μα καμία σημασία και δώστου εγώ να χοροπηδάω από κάτω και να του κάνω νάζια αλλά πού εκείνος, με γράφει κανονικά, κι εγώ πεισματώνω κι αρχίζω και του γαυγίζω και τότε εκείνος μου δείχνει τις δοντάρες του κι εγώ πισοπατάω όχι γιατί τον φοβάμαι, ποτέ δεν θα με πείραζε, αλλά γιατί δεν θέλω να τον τσαντίζω και να χάνω πόντους κι αρχίζω πάλι τις μαλαγανιές γιατί είμαι και πονηρό θηλυκό-κατεργάρα γυναίκα, αυτό μου το είπε ο Ηρακλάκος από κάποια ταινία, λέει, ο οποίος Ηρακλής μου έδειξε και πώς να γράφω στο λάπτοπ όταν δεν κοιτάζει η μάνα, κι εγώ σκέφτηκα να σας πω τον καημό μου μπας και μου δώσετε καμιά ιδέα πώς να τον τουμπάρω τον βαρύμαγκα τον Ρόμπι, μιλήστε καλέ κι εσείς, και πολύ καλημέρα σας και καλό ΣουΚου που λέει κι η μάνα και πολλά φιλιά και θα τα λέμε!
Η Μόκα σας!
Πιστοποιητικό αιμοδότη
Το παράπονο της Μόκας
(κουταβο)Παιδική χαρά - Ηρακλής γκρινιάζων
"Ήτανε λίγα της γριάς/εγέννησε κι ο γέρος" έλεγε η γιαγιά Χριστίνα κι εγώ έχω πάρει ανάποδες από προχτές που μας κουβάλησε η μάνα ΚΙ ΑΛΛΟ κουτάβι, δυο μηνών αυτή τη φορά γιατί, λέει, ήταν στο πανσιόν με τα 6 αδελφάκια της και βρήκαν μαμάδες τα άλλα, λέει, και πώς να μείνει μόνη της η Μιλού (έτσι την λένε), λέει, και την μπαστάκωσε ΚΙ ΑΥΤΗ στο δωμάτιό τους μέχρι να βρει την δικιά της τη μαμά κι έστειλε τον μπαμπά εξορία στον ξενώνα για να έχει την ησυχία του, λέει, κι εκείνος κάτι μουρμούρισε στα γαλλικά κι είπα, δόξα τω Θεώ θα την στείλουμε αλλού κι αυτήν και το μωρό την Μόκα αλλά πού;;; καλός είναι και του λόγου του που τον τσάκωσα μετά μια να ταΐζει το βρέφος και μια να κάνουν μπάνιο με την μάνα την καινουργιοφερμένη κι εκεί απελπίστηκα, πάει είπα, αφού τις καλοδέχτηκε ο μπαμπάς και τις παίρνει κι αγκαλιά την πατήσαμε και θα μας κάτσουν μόνιμα στο σβέρκο και πολύ συγχίζομαι που γίναμε κουταβοπαιδική χαρά γιατί πια κανείς δεν μου δίνει σημασία όλο με τα κουταβοκόριτσα ασχολούνται και για αυτό σας λέω, αν με αγαπάτε λιγάκι, ελάτε να τις πάρετε στο σπίτι σας ή να πείτε στην ξαδέρφη σας να τις πάρει μπας και ξαναγίνω εγώ το μικρό και χαϊδεμένο τους και να μη με μαλώνει η μάνα που μπήκα για λίγο να δω αυτήν την Μιλού και με έβγαλε άρον άρον έξω για να μην την κολλήσω, λέει, κανα μικρόβιο ΕΓΩ που είμαι υγιέστατος και πολλά φιλιά σε όλους σας
ο Ηρακλάκος σας!