Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Βότσαλα, ναυάγια και Ροβινσώνες

Μια μικρή παραλία. Μικρούλα, τόση δα - ίσα ίσα να χωράει μια μικρή παρέα που θέλει να ξαποστάσει και να λιαστεί. Κρυμμένη ανάμεσα σε μεγάλα βράχια, αόρατη από το δρόμο κι από το κοντινό εξ ίσου βραχώδες σημείο εκκίνησης των κολυμβητικών μας εξερευνήσεων.

Βγήκαμε στάζοντας θάλασσα. Τα πόδια μας βούλιαξαν σ’ ένα παχύ στρώμα φύκια, σωρευμένα από μυριάδες κύματα πάνω στα λειασμένα βότσαλα. Οι άντρες πήραν να συναγωνίζονται ποιος θα κάνει τα περισσότερα «βατραχάκια» στην επιφάνεια του νερού με πλακουτσές πέτρες ενώ εγώ κι η Φώφη μαζεύαμε βότσαλα με «προσωπικότητα» - σχήματα, χρώματα ή σχέδια παράξενα, ξεχωριστά.

Στην άκρη της παραλίτσας, κάτω από ένα βράχο γερτό σαν σκεπή που έφτιαχνε κάτι σαν ανοιχτή μισοσπηλιά, βρήκαμε ξύλα ξεβρασμένα από τη θάλασσα και ξασπρισμένα από τον ήλιο. Κι η φαντασία μας πήρε φωτιά. Τι για ναυάγια και  Ροβινσώνες, τι για ρεσάλτα και κοντραμπάντα, τι για φωτιές και λαθρέμπορους. Ολόκληρο μυθιστόρημα στήσαμε με πρόθυμους ακροατές τα γλαροπούλια που έκρωζαν πάνωθέ μας βουτώντας κάθε τόσο σαν κάθετες σαΐτες στα μαβιά νερά.

Βαφτίσαμε «ναυάγιο» τη μικρή μας  παραλίτσα και μετά από κάμποση ώρα, κι αφού την αποχαιρετίσαμε απρόθυμα με την υπόσχεση να την επισκεφτούμε και πάλι το συντομότερο, κολυμπήσαμε ως τη βάση μας κουβαλώντας τα βότσαλα/λάφυρα και τραγουδώντας το «Μπαρ το ναυάγιο» της Αρλέτας.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου