Πέμπτη 4 Μαΐου 2017


Η βέρα
 «Άνοιξε το κουτάκι. Μέσα έλαμπαν οι βέρες μας. Πήρε τη μικρότερη, την πέρασε στο δάχτυλό μου (δεν τολμούσα ούτε να ανασάνω), «από αυτή τη στιγμή είσαι η γυναίκα μου για πάντα και για τα πάντα» μου ψιθύρισε και με φίλησε απαλά.

Ύστερα μου έτεινε το κουτάκι χωρίς να πει τίποτε. Μόνο χαμογελούσε. Πήρα την άλλη βέρα, την πέρασα στο δάχτυλό του και του είπα το ίδιο σιγανά «είσαι ο άντρας μου, ήσουν από πάντα και θα είσαι για πάντα, σ’ αγαπώ τόσο πολύ!»

(Από το πρώτο μου βιβλίο «Το βαλς μιας ζωής», που είναι η ιστορία των γονιών μου).

Και κάπως έτσι αρραβωνιάστηκαν ο Τρύφωνας και η Χριστίνα στη σκιά του Λευκού Πύργου, στη Θεσσαλονίκη, στις 28 κάποιου παλιού Οκτώβρη -την ίδια ακριβώς ημερομηνία που έφυγε η Μάνα από κοντά μας, 28 Οκτώβρη του 2010... Η αδρή περιγραφή του γεγονότος ανήκει στον πατέρα μου, εγώ απλά έβαλα το συναίσθημα.

Αυτή η βέρα δεν έφυγε ποτέ από το δάχτυλό του για 62 ολόκληρα χρόνια. Ποτέ όμως. Και για κανένα λόγο. Είχε χαράξει ένα βαθύ αυλάκι στον δεξί παράμεσο κι είχε γίνει ένα με το χέρι του. Του την πήρα μόνο όταν μπήκε στο νοσοκομείο, λίγες μέρες πριν φύγει για το τελευταίο του ταξίδι… να πάει να τη βρει… Σαν σήμερα, πριν τρία χρόνια.

Πλέον τιμά και κοσμεί το δικό μου χέρι - ο κρίκος που με δένει μαζί του. Κι είναι σαν να βλέπω το δικό του χέρι, το τόσο δυνατό και συνάμα τόσο ευαίσθητο. Ο κρίκος ο υλικός -γιατί ο άλλος, ο ψυχικός, ήταν, είναι και θα είναι πάντα εκεί. Αναλλοίωτος. Άρρηκτος. Πανίσχυρος. Και μας δένει, πάντα θα μας δένει -γιατί οι αγαπημένοι μας δεν φεύγουν ποτέ από κοντά μας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου