Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Το βιβλίο

Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω πού πάει και βρίσκει η μάνα όλα αυτά τα βιβλία και κυρίως τι τα θέλει και τα αραδιάζει σε κάτι ράφια και κάθε τόσο τραβάει κι από ένα και το βάζει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της και μετά από λίγες μέρες το ξαναβάζει πίσω και φέρνει ένα άλλο κι αν είναι να τα πηγαινοφέρνει στα ράφια γιατί δεν τα βάζει όλα μαζί στο κομοδίνο να κάνει κι έναν πύργο και να παίρνω φόρα εγώ και να τον κουτουλάω και να πέφτουν όοολα καταγής και να κάνουμε χαμό από τα γέλια κι όταν τα είπα όλα αυτά στον Ρόμπι μου είπε να μη λέω βλακείες κι ότι η μάνα τα διαβάζει όλα αυτά τα βιβλία και μένω εγώ παγωτό, τι διαβάζει από δαύτα που δεν έχουν ούτε ζωγραφιές ούτε χρωματιστά γράμματα, και πήγα σιγά σιγά και βούτηξα αυτό που είχε στο κομοδίνο, κάπιοιυ κυρίου Τόλη, κι έτρεξα στην αυλή να το κοιτάξω με την ησυχία μου μπας και καταλάβω τι του βρίσκει και τι να σας πω, δεν καταλάβαινα τίποτε, καθόλου εικόνες και ζωγραφιές μόνο γράμματα και γράμματα και κι όλα μαύρα κι άραχλα και μικρούλια, γι αυτό βάζει η μάνα τα γυαλιά να τα διαβάσει, και μετά σκέφτηκα ότι μάλλον τα μάτια της χάλασαν από το πολύ το διάβασμα και ξαφνικά νευρίασα πολύ με τα παλιοβιβλία που χάλασαν τα μάτια της μάνας και κάνω μια χραπ! και σκίζω το εξώφυλλο κι αρχίζω να μασουλάω τις από μέσα σελίδες και τότε βγήκε η μάνα και με είδε κι εγώ έμεινα κάγκελο με τα χαρτιά να κρέμονται από τα δόντια μου και είπα, τώρα την έβαψες μάγκα, θα φας μεγάλη τιμωρία, αλλά εκείνη με πλησίασε πολύ θλιμμένη και αμίλητη, μου πήρε το βιβλίο από τα δόντια και μου είπε λυπημένα γιατί το έκανες αυτό Ηρακλάκο μου που ήθελα να το διαβάσω το βιβλίο, ποτέ δεν χαλάμε τα βιβλία γιατί μας ταξιδεύουν σε όμορφα μέρη και ξαναμένω παγωτό, πως μας ταξιδεύουν δηλαδή, ούτε ρόδες έχουν ούτε φτερά να είναι αεροπλάνα ούτε και καράβια και την κοίταξα ύποπτα μπας και με δουλεύει αλλά εκείνη κατάλαβε την απορία μου γιατί όλα τα καταλαβαίνει κι όλα τα ξέρει η μάνα και μου είπε ότι όταν διαβάζουμε μια ιστορία τότε γνωρίζουμε και τους ανθρώπους που είναι μέσα σ’ αυτή και τους αγαπάμε και ταξιδεύουμε μαζί τους και ζούμε τις περιπέτειές τους και χαιρόμαστε όταν χαίρονται και κλαίμε όταν στενοχωριούνται κι εγώ είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό σαν χάχας που ένα βιβλίο μπορεί να κάνει τόσα σπουδαία και θαυμαστά αλλά και πάλι δεν με είχε πείσει εντελώς, είμαι και κομμάτι καχύποπτος και τζαναμπέτης που λέει κι ο Βούδας, και τότε η μάνα, που είπαμε όλα τα καταλαβαίνει, μου έδωσε να διαβάσω ένα πολύ όμορφο βιβλίο που το διάβαζε εκείνη στα δικά της τα παιδάκια, τα αδέλφια μου τον Παναγιώτη και τον Κωσταντή όταν ήταν μικρά, και μου άρεσε τόσο πολύ (δεν το έφαγα βέβαια!) που μου είπε ότι θα πάει σε ένα μέρος που το λένε πνοη να ζητήσει από μια κυρία Κάκια να της ξαναδώσει το βιβλίο που έφαγα και μαζί και κάτι άλλα βιβλία που είναι για μικρά παιδιά και που τα έχει κιόλας πάει στα ανθρωποκουταβάκια εγγονάκια της στην Γενεύη και τώρα θα τα ξαναπάρει να τα διαβάζω εγώ  και το τι χάρηκα δεν λέγεται που θα έχω πολλά δικά μου καταδικά μου βιβλία με ζωγραφιές και κάθε βιβλίο που θα τελειώνω θα σας λέω την ιστορία του για να αγαπήσετε κι εσείς πολύ το διάβασμα που μπορεί και μας ταξιδεύει - όσοι δεν το αγαπάτε κιόλας!!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου