Κυριακή 12 Μαΐου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Η μέρα της Μάνας

Και πάνω που ετοιμαζόμουνα να πηδήξω το καγκελοπορτάκι που μας κλείνει η μάνα απ’ έξω όταν κάνει δουλειές για να δω τι ωραίο μαγειρεύει και μούχει σπάσει τη μύτη -και σιγά να μη με κρατήσει εμένα ένα πορτάκι τόσο δα ενώ ο μπουνταλάς ο Ρόμπι που είναι και δίμετρος κάθεται στην απ’ έξω κι ας μπορεί να του δώσει μια και να το γκρεμίσει- τον ακούω να μου φωνάζει ένα μήηηηη!  που κοψοχολιάστηκα και τον κοίταξα αγριεμένος τι μύγα τον τσίμπησε και τσιρίζει έτσι μέσα στα μεγάλα ωραία αυτιά μου και μου λέει μη μπαίνεις μέσα γιατί η μάνα μόλις σφουγγάρισε και θα της τα λερώσεις με τα βρωμοπόδαρά σου και του απάντησα σιγά τ’ αυγά, πρώτη φορά θα είναι; έχω μπει κι άλλες φορές με λασποπατούσες κι έρχεται η μάνα βολίδα με τη σφουγγαρίστρα στο χέρι-να ξανακαθαρίσει; να μου τη φέρει στο κεφάλι; δεν ξέρω γιατί ξαναπηδάω το πορτάκι από την ανάποδη και γίνομαι μπουχός- και μου λέει ο Βούδας άσε τις εξυπνάδες και σήμερα είναι η γιορτή της Μάνας και δεν πρέπει να την συγχίσεις καθόλου με τις βλακείες και τις αταξίες σου και συγχίζομαι εγώ τώρα  που μου το λέει στο παρά πέντε, σήμερα που είναι Κυριακή και τα μαγαζιά κλειστά και πού θα πάω να της πάρω ένα δωράκι, κι αφού του τα χώνω ξαμολιέμαι στον κήπο να βουτήξω κανα λουλούδι από αυτά που φροντίζει ο μπαμπάς αλλά δεν βρίσκω κανένα του γούστου μου αλλά ξαφνικά βλέπω μια γλάστρα με κάτι ωραιότατα κίτρινα λουλουδάκια σαν χωνάκια και πάνω που ετοιμάζομαι να τα ξεπατώσω να τα πάω της μάνας με το χωματάκι τους περιποιημένα ακούω πάλι ένα μήηηη! πιο δυνατό αυτή τη φορά και λέω πάει, τόπαθα το εγκεφαλικό, και γυρνάω έξαλλος και του τα ξαναχώνω, τι έπαθες ρε χαμένο και ουρλιάζεις πάλι και μου λέει πας καθόλου καλά που θα ρημάξεις τη γλάστρα; και του είπα εσύ φταις που δεν πρόλαβα τα μαγαζιά να της πάρω κανα ζευγάρι παπουτσάκια που τάχει κι αδυναμία κι έβαλα μετά τα κλάματα, τι δώρο να της πάρω τώρα, και τότε ο Ρόμπι με κάθισε κάτω και μου είπε σοβαρά αλλά και γλυκά μαζί ότι η μάνα δεν έχει ανάγκη από τέτοια δώρα, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο είναι να την αγαπάμε και να μην την στεναχωρούμε με κακούς τρόπους και λόγια κι ότι η μεγάλη γιαγιά Χριστίνα έλεγε «καλύτερα να φας ένα μαγκάλι αναμμένα κάρβουνα παρά να στεναχωρέσεις τη μάνα σου» και πολύ με εντυπωσίασε αυτό κι άρχισα να κοιτάζω γύρω τριγύρω και τότε ο Βούδας με ρώτησε τι ψάχνω και του είπα κανα μαγκάλι κι εκείνος ξαφνιάστηκε, δεν χρειάζεται μικρέ μου είπε, φτάνει να προσέχεις να μην την στεναχωρείς με βλακείες και του το υποσχέθηκα και μετά που στέγνωσε το πάτωμα πήγα και της έσκασα ένα μεγάλο φιλί στη μουσούδα και της είπα χρόνια πολλά κι εκείνη με αγκάλιασε και μου είπε ευχαριστώ Ηρακλάκο μου και πολύ το χάρηκα - ωστόσο εγώ θα βρω καλού κακού ένα μαγκάλι να τόχω πρόχειρο και να βρείτε κι εσείς ένα γιατί δεν υπάρχει χειρότερο από το να στεναχωρείς τη Μάνα κι αντέστε τώρα όσοι τυχεροί τις έχετε να τις κάνετε μια μεγάλη αγκαλιά ή να τους στείλετε ένα μεγάλο φιλί να τις βρει στο συννεφάκι που έχουν για σπίτι αν έχουν πάει στον ουρανό και να τις προσέχετε τις μάνες σας και να μην τις στεναχωρείτε γιατί ποτέ κανείς δεν θα σας αγαπήσει πιο πολύ και καλό μεσημέρι και χρόνια πολλά σ’ όλου του κόσμου τις μαμάδες!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου