Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Οι άθλοι του Ηρακλή
Το καινούργιο γατόνι

Πού να σας τα λέω φίλοι μου, αποκτήσαμε καινούργιο γατόνι, δηλαδή δεν το αποκτήσαμε όλοι ακριβώς, η μάνα μας το κουβάλησε μέσα σε ένα κλουβάκι και μας είπε ότι αυτή είναι η καινούργια μας αδελφή και ότι για λίγες μέρες θα μένει στο γυάλινο μέχρι να μας συνηθίσει γιατί μέχρι τώρα ζούσε σ’ αυτό το κλουβάκι κι εκεί φρίκαρα εγώ, αν είναι δυνατόν να ζεις μέσα σε ένα κλουβί λες και είσαι άγρια τίγρη και σε φοβούνται χώρια που η έρμη η γατούλα ίσα που χωρούσε στο ρημαδόκλουβο, ούτε να γυρίσει πλευρό δεν μπορούσε καλά καλά, και που λέτε την έβαλε η μάνα στο γυάλινο κι εκείνη στην αρχή πήγε και κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ, τόσο φοβισμένη ήταν η δόλια, κι εγώ πήγα να βάλω τα κλάματα που ήταν τόσο ταλαιπωρημένη και δεν ήξερε από άλλα ζωάκια, αφού να καταλάβετε πήγε και κόλλησε τη μύτη του στο τζάμι ο Σπίθας ο κουτσομπόλης για να τη δει και του έκανε «χου», ούτε τη ράτσα της δεν αναγνωρίζει, άσε εμένα και τον Ρόμπι που μας έβλεπε από μέσα από το γυαλί και σηκωνόταν η τρίχα της κάγκελο και για όλα αυτά έφταιγε εκείνο το σκ@@@κλουβο και μόλις η μάνα το άφησε για λίγο στη βεράντα πήγα και το κατούρησα που παίδευε το στριμμένο τόσο καιρό την γατούλα και να δείτε που δεν με μάλωσε η μάνα, μάλλον κι εκείνη δεν το χωνεύει, και μας είπα να είμαστε προσεχτικοί με την Μάγια, έτσι την ονόμασε την καινούργια, οπότε κι εμείς γυροφέρναμε για 3-4 μέρες το γυάλινο και την βλέπαμε που ξεθάρρευε σιγά σιγά μέχρι που χτες την έβαλε η μάνα σε ένα δικό μας κλουβάκι πιο άνετο κι εγώ παραξενεύτηκα και πάνω που πήγα να θυμώσω την είδα που την έφερε πάνω στο τραπέζι κι έμεινα παγωτό και ρώτησα τον Ρόμπι γιατί δεν την αφήνει ελεύθερη να τρέξει στον κήπο και να τρέξω κι εγώ ξοπίσω να την κυνηγάω γύρω γύρω και να ανεβαίνει στα δέντρα σαν τα άλλα γατιά μας και μετά να την γραπώσω από το σβέρκο μαλακά να την κάνω βαρελάκια κι ο Βούδας τότε χαχάνισε και μου είπε γι αυτό βρε βλήτο δεν την αφήνει, γιατί θα κάνεις όλα αυτά τα χαζά και παλαβά και θα την τρομάξεις, η Μάγια δεν είναι μαθημένη σε τέτοιες λωλαμάρες και θα πηδήξει τη μάντρα και θα τη χάσουμε γι αυτό πρέπει πρώτα να μας συνηθίσει και μετά τα άγαρμπα παιχνίδια σου κι εγώ γούρλωσα τα μάτια με θαυμασμό που είναι τόσο σοφός ο αδελφός μου κι όλα τα καταλαβαίνει και τα εξηγεί και του υποσχέθηκα ότι θα είμαι φρόνιμος αλλά μετά την έκανα την ματσολιά μου, τι να κάνουμε που είμαι και παρορμητικός (έτσι λέει η μάνα όταν κάνω χαζομάρες, εγώ δεν ξέρω τι πα να πει) κι έδωσα μια και πήδηξα πάνω στο τραπέζι να τη δω από κοντά και να τη μυρίσω αλλά αυτή καθόλου δεν τρόμαξε, τη φύλαγε το κλουβί βλέπετε, και μου έκανε και «χου», τι χου και ξεχού μαρή που έτσι και σ’ αρπάξω κάηκες αλλά εκείνη έβγαλε μέσα από τα κάγκελα ένα ποδάρι με νύχια κι έκανα πίσω μη μου βγάλει και κανα μάτι και είπα του Ρόμπι αυτή είναι που φοβάται; να μου το θυμάσαι πως θα βρούμε κακό μπελά, πολύ τζώρας μου φαίνεται, κι εκείνος με μάζεψε και με μάλωσε που την πειράζω και να την αφήσω να μας συνηθίσει και ότι θα γίνουμε τα καλύτερα φιλαράκια κι εγώ τον κοίταξα λοξά κι είπα άντε να στην κάνω τη χάρη, να δούμε τι θα δούμε και σας αφήνω τώρα, πάω να δω μπας κι έχει ξεχάσει η μάνα ανοιχτή την πόρτα στο γυάλινο να μπουκάρω και να γίνει χαμός και γεια σας και καλό μεσημέρι!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου