Παρασκευή 24 Μαΐου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η μεγάλη αταξία
Είμαι πάρα μα πάρα πολύ στεναχωρημένος και κάθομαι στη γωνία δεμένος κι όλο θέλω να κλαίω και η μάνα περνάει δίπλα μου κι ούτε που με κοιτάει κι αυτό είναι που με στεναχωρεί πιο πολύ κι από το δέσιμο κι από την κατσάδα που έφαγα κι ούτε μισή ώρα δεν πέρασε που ήμουν πάρα μα πάρα πολύ χαρούμενος κι ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε και στράβωσε τόσο πολύ η μέρα μου ούτε και τι στο καλό μεγάλο κακό έκανα και τα πήρε η μάνα τόσο άσχημα και γι αυτό θέλω να σας τα πω κι εσάς μπας και με βοηθήσετε να λύσω το μυστήριο κι όλα άρχισαν λοιπόν το πρωί που βγήκα στην αυλή -ξέχασα να σας πω ότι είμαστε στο νησί το Άνδρο- κι έβλεπα τη θάλασσα και μετά έδωσα έναν πήδο και βρέθηκα στην αυλή της κυρίας Μπίλυς της γειτόνισσας αν και η μάνα με είχε μαλώσει πολύ μια άλλη φορά που το έκανα για να μην ενοχλώ, λέει, και σιγά, εγώ το πιο καλό παιδί να ενοχλώ κι εξάλλου τώρα δεν είναι εδώ η κυρία Μπίλυ οπότε ποιον να ενοχλήσω κι από εκεί πήδηξα στην παρακάτω αυλή της κυρίας Ματίλντας που ούτε κι αυτή είναι εδώ και τι να δω, μια γκρεμίλα πιο πέρα κι από κάτω η θάλασσα που άστραφτε και γυάλιζε και θυμήθηκα τι ωραία που ήταν πέρσι που κάναμε μπάνιο κι απάνω που το σκεφτόμουν βλέπω μια τρύπα στον φράχτη που ίσα ίσα χώρεσα και βγήκα χωρίς να γρατζουνιστώ κι άρχισα να τρεχολογάω την κατηφόρα μέχρι που έφτασα στη θάλασσα κι έκανα μια ωραιότατη βουτιά και πολύ το φχαριστήθηκα και μετά έβαλα μια τρεχάλα και γύρισα σπίτι να τα πω στη μάνα να πάει κι εκείνη για βουτιά και τη βλέπω που  έβγαζε το αμάξι από το πάρκινγκ με τον Ρόμπι μέσα κι απόρησα, πού να πήγαιναν; και μόλις με είδε η μάνα  άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξαλλη κι άρχισε να μου φωνάζει διάφορα γαλλικά κι εγώ έμεινα παγωτό πάνω που ετοιμαζόμουν να της παινευτώ για το κατόρθωμα με τη βουτιά και με βούτηξε από τον σβέρκο -γιατί δεν σας είπα, έχασα και το κολλάρο μου στη θάλασσα- και με πήγε τραβολογώντας στη βεράντα και με έδεσε φωνάζοντας τέρμα η Άνδρος, δεν θα σε ξαναφέρω ποτέ αφού την κοπανάς και με κοψοχολιάζεις κι εγώ να μην καταλαβαίνω τίποτε και τότε με πλησίασε ο Ρόμπις και μου είπε βαριά, είσαι εντελώς βλαμμένο που πήγες στις ξένες αυλές και ακόμη πιο βλαμμένο που έφυγες από την περίφραξη και σε χάσαμε και κόντεψε να τρελαθεί η μάνα από την αγωνία και ετοιμαζόμασταν να βγούμε οι δυο μας να σε ψάξουμε με το αμάξι όταν μας αριβάρισες κουνάμενος σεινάμενος και κάτσε τώρα σαν καλός χαϊβάνης δεμένος και μπορεί και να μην ξανάρθεις εδώ ποτέ, να σε αφήνει η μάνα στην πανσιόν στην κυρία Σοφία αν είναι να την λαχταράς και να την συγχίζεις κι εγώ τον κοίταζα με τα μάτια και το στόμα ορθάνοιχτα, μα δεν έκανα τίποτε κακό, μια βόλτα μόνος μου πήγα και δεν έπαθα και τίποτε, και τότε μου είπε δεν έχει σημασία πώς τα βλέπεις εσύ που είσαι μικρός και άμαθος, η μάνα ξέρει πολύ καλά τι μπορεί να πάθεις και γι αυτό λέει μη και μη, για να μας προφυλάξει, κι εγώ σαν να το κατάλαβα και πήγα να πω συγγνώμη στη μάνα, δεν θα το ξανακάνω, αλλά εκείνη ούτε που με κοιτάζει και γι αυτό σας έλεγα ότι είμαι πολύ στεναχωρεμένος που την στεναχώρεσα -κι είμαι και δεμένος- και πείτε της κι εσείς καλέ καμιά κουβέντα να μαλακώσει γιατί δεν μπορώ να την βλέπω έτσι συγχισμένη, θα κλαίω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου