Κυριακή 19 Μαΐου 2013

«Ερινύες»


«Ερινύες»

     
Τα δάχτυλά της χαράκωναν την άμμο με μανία ανοίγοντας βαθιά αυλάκια. Σαν εκείνα που έσκαβαν τα δάκρυά της χαρακώνοντας τα μάγουλά της. Δεν τα ένιωθε, όπως δεν ένιωθε τον αέρα που σφύριζε στ’ αυτιά της και νότιζε τα ρούχα της με αλμυρές σταγόνες θάλασσα. Μόνη. Κατάμονη. Εκείνη κι οι σκέψεις που πονούσαν, που όσο κι αν πολεμούσε να τις κλειδώσει σ' ένα μαύρο κουτί και να τις καταχωνιάσει στα πιο βαθιά λαγούμια του μυαλού της, αυτές επέμεναν να χυμούν σαν τις Ερινύες και να την ξεσκίζουν.
   
       “Μάνα μου...” ψιθύρισε. “Πού πήγες μάνα μου...Δεν πρόλαβα, Χριστέ μου, δεν πρόλαβα...” Έγειρε στο πλάι αποκαμωμένη και κουβαριάστηκε σαν έμβρυο.
   
    Όλη μέρα ταξίδευε με κάθε μέσο που θα την έφερνε όσο πιο γρήγορα γινόταν στο πατρικό της. Αεροπλάνο, καράβι, ταξί. Με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι να μετρά τα λεπτά που φάνταζαν ώρες... Είχε νυχτώσει πια όταν έσπρωξε την παλιά ξεφτισμένη πόρτα του σπιτιού της. Εκείνη έτριξε πένθιμα και υποχώρησε, ανοίγοντας ένα σκοτεινό κενό μπροστά της και μια μαύρη τρύπα στην ψυχή της. Η απόκοσμη ησυχία που όρμησε πάνω της την πάγωσε. Αλλόκοτη, παράλογη, τη γέμισε πανικό.

      Από την κλειστή πόρτα του δωματίου της μάνας της ξέφευγε μια αδύναμη φωτεινή γραμμή – κι ένας ήσυχος, αδύναμος θρήνος. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Γύρισε το πόμολο. Ο θρήνος έπαψε κι η θεια της σήκωσε τα κατακόκκινα μάτια και την κοίταξε, μια μομφή και μια θλίψη η ματιά της. Έπειτα γύρισε το κεφάλι προς το κρεβάτι «έφυγε πριν λίγο», ψιθύρισε, «φτερούγισε η ψυχούλα της σα χελιδόνι... Δεν την πρόλαβες», σκλήρυνε η φωνή, «με τ΄όνομά σου ξεψύχισε...»

     Ένιωσε ν’ αδειάζει... Πλησίασε το κρεβάτι. Με μάτια στεγνά, πυρετικά, κοίταξε την εξαϋλωμένη μορφή, τα διάφανα χέρια σταυρωμένα πάνω στο σεντόνι, τα αραιά άσπρα μαλλιά στο μαξιλάρι. Δεν ήταν η μάνα της αυτή, αδύνατον – τουλάχιστον η μάνα που ήξερε, η μάνα που είχε αφήσει πίσω όταν έφυγε βροντώντας την πόρτα πριν δέκα τόσα χρόνια...

        Γονάτισε... Άγγιξε διστακτικά τα ακίνητα χέρια σαν να φοβόταν πως θα σκορπίσουν. Ήταν ακόμη ζεστά, θαρρείς και θα ζωντάνευαν και θα σκέπαζαν τα δάχτυλά της όπως τότε που ήταν μικρούλα...όταν έδιωχναν κάθε της φόβο με ένα τους χάδι. Απόμεινε ασάλευτη να τα αισθάνεται και να χάνεται σε μιαν άβυσσο θύμησες.
     
      Η πρώτη μέρα στο σχολείο, όταν έβαλε τα κλάματα που είδε τη μάνα της να φεύγει κι απόμεινε στην αυλή τρομαγμένη. Το ζεστό της φιλί όταν της έδειξε περήφανη το πρώτο της γραπτό – μια σελίδα γεμάτη κουλουράκια. Το πρώτο της κέντημα, όταν καθόταν υπομονετικά να της μάθει σταυροβελονιά. Η τριανταφυλλίτσα που φύτεψαν μαζί, η χαρά της όταν άνθισε το πρώτο της τριαντάφυλλο. Τα μπάνια στη θάλασσα κάτω από το σπίτι τους, όταν την μάθαινε να κολυμπάει κι εκείνη τσίριζε και την αγκάλιαζε σφιχτά.

       Πότε άρχισαν να ξεθωριάζουν όλα αυτά; Πού χάθηκε αυτή η σχέση, αυτό το δέσιμο με τη μάνα της; «Κάπου στην εφηβεία, όταν άρχισες να αμφισβητείς τα πάντα» της ψιθύρισε το παρελθόν. Ξαφνικά όλα την ενοχλούσαν. Ο τρόπος που μίλαγε, τα ρούχα που φορούσε, ο κότσος στα μαλλιά της... Τα απεριποίητα χέρια, το σχολειό που δεν τέλειωσε, οι απλοϊκές της φιλενάδες ... Ακόμα και τα σήριαλ που έβλεπε στην τηλεόραση τα θεωρούσε ηλίθια και της τόλεγε με περιφρόνηση...

       Κι εκείνη; Τι έκανε εκείνη; Υπομονή, σκέφτηκε ξάφνου πικρά. Ανεχόταν όλα της τα καμώματα με καρτερία. «Της ηλικίας είναι, θα περάσει» έλεγε. Μα δεν πέρασε. Αντίθετα χειροτέρεψε καθώς, μεγαλώνοντας, ένιωθε να την πνίγει το χωριό της. Το μικρό νησάκι το ξεχασμένο κι από τον Θεό, η μονότονη καθημερινότητα που την εξουθένωνε, το πλοίο της γραμμής που περνούσε μια φορά τη βδομάδα, η προοπτική να περάσει ολόκληρη τη ζωή της όμοια κι απαράλλαχτα με τη μάνα της, όλα. Αυτό το τελευταίο πάνω απ’ όλα. Ένας ορίζοντας κλειστός που την πλάκωνε σαν ταφόπλακα και την ισοπέδωνε.

       Και γι αυτό ακόμα η μάνα της έφταιγε. Που τη γέννησε σ’ αυτό το βρωμόνησο... Που ήταν φτωχιά και δεν μπορούσε να της αγοράσει αυτά που λαχταρούσε... Που δεν της περνούσε καν η σκέψη να την πάρει και να πάνε αλλού να ζήσουν... Για όλα. Και δεν έχανε ευκαιρία να της το χτυπάει με κάθε τρόπο. Μέχρι που έγινε συνήθεια, να αντιδρά σε κάθε τι που της έλεγε. Άσπρο η μάνα της, μαύρο εκείνη. Έτσι, χωρίς λόγο πια, χωρίς αιτία. Η αντίδραση για την αντίδραση. Κι η μάνα να σωπαίνει στενάζοντας.

       Ως τη μέρα της μεγάλης ρήξης. Όταν της ανακοίνωσε πως θα φύγει, θα πάει στη μεγάλη πόλη, να ξεφύγει από μια Μοίρα που δεν διάλεξε και δεν ήθελε. Κι ήταν η πρώτη φορά που η μάνα της όρθωσε ανάστημα. Αγρίεψε, σκοτείνιασε η ματιά, άλλαξαν κουβέντες πικρές. Πιότερο εκείνη μίλαγε, η μάνα άφηνε τη φουρτουνιασμένη της όψη να μιλά αντίς για λόγια. Τις άκουσε η γειτονιά, η θεια της έφτασε τρέχοντας, προσπάθησε να τη συνεφέρει, να τη συνετίσει. Μάταια. Την άλλη μέρα κιόλας πήρε το πλοίο της γραμμής κι έφυγε να κυνηγήσει τ’ όνειρο, να γυρίσει ανεμίζοντας την παντιέρα της πετυχημένης.

       Τίποτε δεν κατάφερε. Για δέκα χρόνια σερνόταν σε ασήμαντες δουλειές, σε εφήμερους εραστές, σε αδιάφορες συντροφιές. Τις νύχτες τής μοναξιάς, όταν έκλαιγε βουβά, αναθυμόταν άθελα τη μάνα της. Στην αρχή με οργή. Κατόπιν με συμπόνια. Με αγάπη ύστερα. Άρχισε σιγά σιγά να ξεκαθαρίζει η σκέψη, να μαλακώνει η ψυχή. Μα δε γύρναγε πίσω. Από πείσμα πρώτα. Από ντροπή μετά. Πώς να γυρίσει αποτυχημένη. Πού να κρύψει τα κουρέλια της χαμένης της αξιοπρέπειας. Καλύτερα μακριά. Κι όμως. Είχε τόσα να της πει. Ήθελε τόσο να γύρει στον ώμο της, να κλάψει, να ξαλαφρώσει. Να ζητήσει μια μεγάλη συγνώμη που την πίκρανε, να νιώσει τα αγαπημένα χέρια να την κανακεύουν ξανά.
     
      Τα χέρια που τώρα κείτονταν ακίνητα πάνω στο σεντόνι.
     
      «Σε μεγάλωσε με μέλι και με γάλα – κι εσύ της αντιγύρισες μια φούχτα χώμα» είπε η θεια της σκληρά, φέρνοντάς την πίσω. Την κοίταξε με βλέμμα θολό, τρελαμένο.Φίλησε το διάφανο χέρι, σηκώθηκε παραπατώντας, με την ψυχή σωσμένη. Χύθηκε στην πόρτα, έτρεξε αλαφιασμένη στην παραλία, σωριάστηκε πάνω στη βρεγμένη άμμο.

       «Μάνα μου...» αντιλάλησε η κραυγή της στην αγριεμένη θάλασσα. «Συχώρα με μάνα μου...δε σε πρόλαβα...
Που πήγες, μάνα μου;»

6 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό κείμενο καλή μου φίλη! Πραγματικά συγκινήθηκα! Είναι πολύ δύσκολο να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο, αλλά ακόμη πιο δύσκολο όταν συνηδητοποιείς το χρόνο που έχασες ζώντας μακρυά του!

    Καλορίζικο το ιστολόγιο σου! Εύχομαι να μας κρατάς συντροφιά με τα υπέροχα κείμενα και ποιήματά σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ΄ευχαριστώ πολύ Σάββα μου! Είναι πολύ σημαντική για μένα η αίσθηση ότι κάποιες σκέψεις μου περνούν και αγγίζουν αγαπημένους φίλους! Να είσαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ όμορφο Βάσω και δυστυχώς λίγο. Σαν να μπήκα μέσα σε ένα καλό βιβλίο και κάποιος να μου το κλεισε, να μου το πήρε την ώρα που θα θελα να χω κι άλλο μπροστά μου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Οι "Ερινύες" ήταν η συμμετοχή μου στον διαγωνισμό "ΛόγωΤέχνης" και υπήρχε ο περιορισμός των 1000 λέξεων. Αναγκαστικά λοιπόν η έκταση ήταν δεδομένη - αν και θεωρώ ότι δεν είναι αυτό το νόημα του σχολίου σου, Σπύρο μου! Και σ' ευχαριστώ από καρδιάς τόσο για το μήνυμα που διαβάζω "κάτω" από τις γραμμές όσο και για τις "γραμμές" αυτές καθ' αυτές! Ίσως κάποια στιγμή να το αναπτύξω περισσότερο και να γίνει βιβλίο! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ευχαριστω πολυ για τα καλα σας λογια!!!!!! Τα συγχαριτηρια μου για το εργο σας!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Σ΄ευχαριστώ πολύ φίλε μου Φώτη! Είναι πραγματικά χαρά μου η γνωριμία και η φιλία μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή