Κυριακή 13 Αυγούστου 2017


Πολυθρόνες στην παραλία



Τον έβλεπα για κάμποση ώρα να λιάζεται. Εγώ μέσα στη θάλασσα κι εκείνος στην παραλία, καθισμένος σε μια πορτοκαλί πλεχτή πλαστική πολυθρόνα. Δίπλα του μια άλλη, χαμηλότερη, με μια πετσέτα και μια τσάντα επάνω. «Τα πράγματά του», σκέφτηκα, «τακτοποιημένα σε πολυθρόνα κι αυτά». Φορούσε ένα άσπρο φανελάκι με κοντό μανίκι πάνω από το μαγιό κι ένα καπελάκι με γείσο. Φαινόταν μεγάλος, κοντά ενενήντα, και μόνος. Κατάμονος. Να ατενίζει το πέλαγος με τα μάτια μισόκλειστα.

Με έπιασε μια ελαφριά μελαγχολία κι άρχισα, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, να κάνω σενάρια. Ότι έχει χάσει τη σύντροφό του. Ή ότι δεν είχε καν σύντροφο τα τελευταία πολλά χρόνια. Ότι τα παιδιά του (αν είχε παιδιά) ζούσαν μακριά κι εκείνος ζούσε μόνος. Ή, χειρότερα ακόμα, δεν είχαν καλές σχέσεις με τον πατέρα τους, οπότε καταλήγαμε στον ίδιο παρονομαστή. Ότι, λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας του, είχαν «φύγει» οι λοιποί συνομήλικοι συγγενείς, αδέλφια και ξαδέλφια, κι είχε απομείνει τελευταίος να τους αναθυμιέται. Αναρωτήθηκα πώς να την πάλευε τούτη τη μοναξιά και, ακόμα πιο πεζά, την όλη του καθημερινότητα. Μελαγχόλησα ακόμα πιο πολύ. Να μη στον φυλάει η ζωή σου τούτον τον σκληρό επίλογο…

Έβγαινα από τη θάλασσα όταν τον είδα να σηκώνεται. Με αργά, κάπως αβέβαια αλλά ωστόσο αρκετά σταθερά βήματα, κάλυψε τα 2-3 μέτρα που τον χώριζαν από το νερό κι άρχισε να βαδίζει προσεκτικά πάνω στα στρογγυλά βότσαλα του βυθού. Φορούσε ακόμη το φανελάκι - να το είχε ξεχάσει άραγε ή απλά φυλαγόταν από τον ήλιο; - και το καπελάκι και, καθώς περνούσα δίπλα του, επιβεβαίωσα την αρχική μου εκτίμηση για την ηλικία του. Τα κοντοζύγωνε τα 90, παρέμενε ωστόσο ευθυτενής και απόλυτα αυτόνομος.

Κάθισα στην ψάθα μου και τον παρακολουθούσα να απολαμβάνει το δροσερό νερό όταν πρόσεξα σε λίγο να τον πλησιάζει ένα δεύτερο καπελάκι που ήταν από ώρα μέσα, με μπορ αυτή τη φορά, γυναικείο. Τα δυο καπελάκια συνέχισαν  και να κολυμπούν παρέα συζητώντας (κατά πώς φαινόταν από τις κινήσεις κεφαλιού και χεριών). Είδα με αγαλλίαση το «περί μοναξιάς και άλλων δεινών» οικοδόμημά μου να καταρρέει και πλησίασα, δήθεν αδιάφορα, τις δυο πολυθρόνες για να διαπιστώσω ότι κάτω από την πιο χαμηλή, κρυμμένες από την τσάντα και την πετσέτα, βρισκόταν ένα ζευγάρι γυναικείες σαγιονάρες.

Το τι χάρηκα δεν λέγεται! Ούτε δικός μου άνθρωπος να ήταν! Δεν ήταν μόνος λοιπόν, είχε συντροφιά. Μα σύζυγο, μα αδελφή, μα φίλη ή απλά γνωστή - δεν έχει να κάνει. Ο συμπαθέστατος υπερήλιξ άγνωστός μου φίλος είχε έναν δικό του άνθρωπο να κατέβει στην παραλία, να απολαύσει τη θάλασσα, να συζητήσει ευχάριστα, να νιώσει τον ήλιο να ζεσταίνει τα γέρικα κόκκαλα και να χαρεί την τόσο πολύτιμη μέρα του με όλη του την ύπαρξη.

Μακάρι κι εγώ - αν αξιωθώ να φτάσω τα χρόνια του και είμαι γερή.
Μακάρι όλοι μας!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου