Δευτέρα 14 Μαΐου 2018


Ελληνίδα μάνα

Το μηχανάκι


-         Καλώς την, έλα μέσα. Να βάλω καφεδάκι;

-         Κάτι σε πιο δυνατό δεν έχεις; Κανα κονιακάκι ας πούμε;

-         Μπας και να φέρω και κανα παξιμαδάκι; Να τον κλάψουμε κανονικά;

-         Να «την» κλάψουμε πες καλύτερα.

-         Την ποιαν καλέ; Φιλενάδα με τρομάζεις!

-         Την ψυχική μου ηρεμία και γαλήνη -πάει, την έχασα οριστικά.

-         Θα σού ’λεγα καμιά βαριά κουβέντα τώρα, με κοψοχόλιασες , αλλά σέβομαι το εκρού του νεκρού που έχει η φάτσα σου… ήμαρτον Κύριε κουβέντα που πιάσαμε πρωινιάτικα…

-         Θα το φέρεις εκείνο το ρημαδοκονιάκ να σου πω;

-         Το φέρνω, ξεκίνα εσύ να λες.

-         Ο Σωκράτης θέλει μηχανάκι.

-         Ο γιος σου;

-         Αμ’ ποιος, ο πεθερός μου, που τούχει και τ’ όνομα; Τον φαντάζεσαι στα 80-λάκα του να καβαλάει μηχανή;

-         Κομματάκι δύσκολο, δε λέω -αν και υπάρχουν 80ρηδες που το λέει η περδικούλα τους και το κουλαντρίζουν το δίτροχο.

-         Άσε τώρα τον πεθερό μου και πες μου τι να κάνω με το γιο μου.

-         Τι εννοείς τι να κάνεις;

-         Παιδάκι μου κατάλαβες τι σου είπα; Θέλει μη-χα-νή!

-         Και τι; Δεν σας βγαίνουν τα οικονομικά να την πάρει;

-         Αχ θα με τρελάνει αυτή! Αυτό είναι το θέμα μας;

-         Αλλά;

-         Το θέμα μας είναι ότι εγώ δεν θέλω ούτε να το ακούσω! Με πιάνει η καρδιά μου και μόνο που τον σκέφτομαι να κάνει σφήνες, να τον κλείνουν τα φορτηγά, να κάνει κόντρες στην παραλιακή… να, και τώρα που σου τα λέω μ’ έπιασε ταχυπαλμία, στο θεό οι σφύξεις.

-         Α, αυτό είναι;

-         Κοίτα, κοίτα αναισθησία! Εγώ της λέω ότι πάω να τρελαθώ κι αυτή ατάραχη.

-         Είναι γιατί τούτη την ταραχή την πέρασα πριν χρόνια, όταν βρέθηκα στην ίδια ακριβώς θέση με σένα, κι έχω αποχτήσει, ας πούμε, ανοσία.

-         Τι εννοείς, δεν καταλαβαίνω.

-         Βρε γλυκιά μου δεν έχει ο Βασίλης μου μηχανή;

-         Ναι αλλά είναι και κοντά 30 χρόνων, όχι σκάρτα δεκαοχτώ σαν τον δικό μου.

-         Ναι αλλά την έχει από τα δεκαοχτώ του -σε ρούμπωσα!

-         Αλήθεια; Κι εσύ τι έκανες όταν ήρθε και στη ζήτησε σε τέτοια ηλικία;

-         Και να ήταν και δεκαοχτώ όταν μας πρωτομίλησε για μηχανή καλά θα ήταν! Από τα δεκάξι άρχισε το ψηστήρι -βλέπεις από τότε μπορούν να βγάλουν δίπλωμα για 50ρι μηχανάκι, όλα τα έμαθα η δόλια- χώρια που από παιδί είχε τρέλα με τις μηχανές, από τα λέγκο ακόμα και τα μάτσμποξ αργότερα. Α, κι ένα δωμάτιο με μηχανοαφίσες σε κάθε τοίχο.

-         Φανατικός λάτρης δηλαδή.

-         Τι σου λέω τόση ώρα. Στα δεκάξι του λοιπόν ήταν ανήλικος, δεν του δώσαμε συγκατάθεση, λύσσαξε αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε -εκτός βέβαια να καβαλάει τα μηχανάκια των φίλων του κρυφά κι εγώ να τρελαίνομαι.

-         Και μετά;

-         Μετά έγινε δεκαοχτώ και δεν μας είχε ανάγκη για συγκατάθεση. Μας είχε ωστόσο για να του δώσουμε τα λεφτά για να την πάρει, πράγμα που αρνηθήκαμε φυσικά, και του αντιπροτείναμε να του πάρουμε αμάξι - ήταν βλέπεις πριν τα μνημόνια.

-         Και;

-         Εκεί αυτός, κολλημένος με τη μηχανή. Πήγε και δούλεψε παράλληλα με τις σπουδές του σε διάφορες δουλειές, τα έβγαλε μόνος του, έβγαλε και το δίπλωμα και μια μέρα μας αρριβάρησε πάνω σ’ έναν μαύρο διάολο με δυο ρόδες περιχαρής και περήφανος!

-         Πω πω… φαντάζομαι λαχτάρα.

-         Και λίγα λες. Μετά το πρώτο εγκεφαλικό μπροστά στο τετελεσμένο προσπάθησα να τον φέρω λιγάκι στα νερά μου, να συνεννοηθούμε όσο γινόταν τέλος πάντων - και κάτι κατάφερα, δεν μπορώ να πω.

-         Δηλαδή;

-         Μου υποσχέθηκε ότι δεν θα τρέχει, ότι θα μένει στη δεξιά λωρίδα, ότι θα πηγαίνει πίσω από τα αυτοκίνητα κι όχι ανάμεσα, ότι θα φοράει πάντα το κράνος και θα με παίρνει τηλέφωνο μόλις φτάνει όπου πάει.

-         Και τα τήρησε;

-         Για τα πρώτα δεν ξέρω, δεν είχα τρόπο να ελέγξω. Το κράνος το φορούσε φεύγοντας, ελπίζω να μην το έβγαζε στην πρώτη στροφή και να το κρατά στον αγκώνα σαν καλάθι με αυγά.

-         Τηλεφωνούσε τουλάχιστον;

-         Στην αρχή ναι - ένα γρήγορο «ΟΚ» και τόκλεινε μπας και εκτεθεί στα φιλαράκια του, ότι έδινε και καλά αναφορά. Μετά το ξεχνούσε - και περίμενα εγώ κι έβαζα διάφορα με το μυαλό μου και πού να πάρω εγώ τηλέφωνο, θα γινόταν του μνημονίου, και καθόμουν ξύπνια ως τις 3-4 το πρωί μέχρι να δω την πόρτα να ανοίγει… μέχρι που συνήθισα πια και το πήρα απόφαση ότι έτσι θα ήταν τα πράγματα πλέον και δεν είχε νόημα να ξενυχτάω, ούτως ή άλλως δεν βοηθούσε σε τίποτε. Μέχρι και που πήρα την απόφαση να ανέβω κι εγώ μια φορά, να δω τι διάολο βρίσκουν σ’ αυτόν τον διάολο.

-         Μη μου πεις!

-         Μωρέ θα σου πω! Όχι τίποτε μακρινό, μη φανταστείς, μέχρι το εκλογικό κέντρο τότε που κάναμε τις εκλογές, ούτε μισό χιλιόμετρο από το σπίτι.

-         Και;

-         Όμορφα ήταν, δεν μπορώ να πω. Μια αίσθηση ελευθερίας, αυτή η άμεση επαφή με τον γύρω κόσμο κι όχι θωρακισμένη μέσα σε ένα αμάξι, κάπου άρχισα να τον καταλαβαίνω. Αλλά και η τρομάρα, τρομάρα. Τον έπρηξα τον έρμο. “Πρόσεχε, φανάρι!”,  “πιο σιγά, θα πέσουμε!”,  “το νου σου στον παππού με τη μαγκούρα” - σαν υστερικιά έκανα, πάλι καλά που δεν μου κατέβασε κανα καντήλι. Εννοείται ότι γύρισα με τα πόδια, να περπατήσω και καλά - και δεν είχε καμία αντίρρηση, εννοείται κι αυτό!

-         Σε θαυμάζω για την ψυχραιμία και το κουράγιο σου.

-         Τίποτε από τα δύο - ακόμα η καρδιά μου πηγαίνει στην Κούλουρη κάθε που είναι έξω με τη μηχανή και χτυπάει το τηλέφωνο και βλέπω στην οθόνη το κινητό του. Αλλά είπαμε - υποτάχθηκα στην αναγκαιότητα, έσφιξα καρδιά και δόντια, του δίνω την ευχή μου κρυφά όταν φεύγει και προχωρώ στις καθημερινές μου ασχολίες.

-         Εγώ δεν μπορώ, αδύνατον…

-         Τίποτε δεν είναι αδύνατον αρκεί να το δεις ψύχραιμα και με μια αποδοχή κατά κάποιο τρόπο. Μεγαλώνουν τα παιδιά μας, φιλενάδα, και δεν μπορούμε να τα έχουμε αιώνια κάτω από τη φτερούγα μας - ανοίγουν τις δικές τους φτερούγες και το μόνο που μας μένει είναι να τα κατευοδώνουμε και να ευχόμαστε ούριο άνεμο σ’ αυτό τους το πέταγμα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου