Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Τα γενέθλια

Πώς με βρίσκετε δεν είμαι κούκλος; και τι δεν μου ’βαλε η μάνα πάνω μου  την Άρτα με τα Γιάννενα που λέει κι ο Ρόμπις και κρυφογελάει κάτω από τα μουστάκια του σαν να με κοροϊδεύει αλλά δεν με νοιάζει, σήμερα τίποτε δεν αφήνω να μου χαλάσει τη διάθεση ούτε τα ριγωτά γυαλιά ούτε η καρδούλα στις αυτούμπες μου, έτσι κι αλλιώς θα τα φάω μέχρι το βράδυ αφού πρώτα σκάσω το μπαλόνι και κάνω φύλλο και φτερό το χαλάκι στα πόδια μου αλλά το βράδυ αυτά που θα έχουν τελειώσει τα γενέθλιά μου γιατί δεν σας το ’πα, έχω γενέθλια σήμερα, γίνομαι ενός χρονού -όχι χρόνου, να το λέτε σωστά- βέεεεβαια!!! όχι πως το ήξερα δηλαδή, ο Ρόμπις μου το σφύριξε σήμερα το πρωί γιατί εκείνος είναι Βούδας και ξέρει από αυτά ενώ εγώ χαμπάρι τι είναι αυτό το γενέθλια και μου είπε πως σαν σήμερα πριν ένα χρόνο γεννήθηκα αλλά εγώ δεν είμαι και χαζός, πού το ήξερε, εκεί ήταν; και γιατί εγώ δεν θυμάμαι τίποτε και μου απάντησε ότι κανείς δεν ήταν εκεί ούτε και η μάνα που με βρήκε πολλές μέρες μετά να τρεκλίζω από την κούραση και τον φόβο σε έναν δρόμο μοναχούλι μου και με πήρε αγκαλιά και με πήγε στον γιατρό μου τον κύριο Διονύση και υπολόγισαν ότι πρέπει να γεννήθηκα σαν σήμερα, πρώτη Μαρτίου, και ποιος είναι αυτός ο Μαρτίος πήγα να ρωτήσω αλλά μετά το ξέχασα γιατί μπήκε η μάνα με ένα κουτί μπισκοτάκια και με πήρε αγκαλιά και μου είπε χρόνια πολλά Ηρακλάκο μου και καλά μυαλά που δεν το κατάλαβα δηλαδή αλλά με σκούντησε ο μεγάλος και μου είπε ψιθυριστά, εννοεί να σοβαρευτείς και να μην κάνεις τόσες αταξίες και σιγά τις αταξίες, που κυνηγάω τα γατιά κι εκείνα τρέχουν και προπονούνται για κατοστάρηδες; ή που παίρνω τα μαξιλάρια από τα γατοκρέβατα στην ψησταριά και τα πάω βόλτα στον κήπο να τα αερίσω ή που έφαγα το βιβλίο του κυρίου Τόλη Αναγνωστόπουλου αφού το διάβασα πρώτα -καλό ήταν, κύριε Τόλη, να γράψεις κι άλλο και δεν θα το ξαναφάω, μπέσα- ή που μασούληξα το κάλυμμα του κρεβατιού για να φαίνεται τι ωραίο σεντόνι είχε η μάνα από κάτω ή που έφαγα το φυτό από τη γλάστρα γιατί το πέρασα για σαλάτα έτσι τραγανό που ήταν ή- κι εκεί ο Ρόμπις μου έκλεισε το στόμα με την πατουσάρα του και μου είπε κρύβε λόγια χαϊβάνι γιατί θα τα θυμηθεί η μάνα όλα αυτά τα χαζά που έκανες και δεν θα μας δώσει τα μπισκοτάκια κι εγώ το βούλωσα κι έβαλα το πιο ωραίο μου χαμόγελο εκείνο που πάει ασορτί με τις αυτούκλες μου και της είπα γλυκά σ’ ευχαριστώ πολύ μανούλα μου και θα είμαι το πιο καλό παιδί κι εκείνη ψιλοχαχάνισε και σαν να μου φάνηκε ότι δεν με πολυπίστεψε αλλά δεν έκατσα να το επεξεργαστώ και πολύ γιατί άνοιξε το κουτί και μας έδωσε λιχουδιές από τρεις παρακαλώ στον καθένα και μετά το έβαλε πάνω στο ψυγείο που δεν το φτάνω, καρότο, να δεις για πότε θα άδειαζε και τότε μου είπε ο αδελφός μου εεεεεπ μικρέ, τι υποσχέθηκες μόλις τώρα κι εγώ ντράπηκα στ’ αλήθεια και πήγα και κάθισα φρόνιμα στο κρεβάτι -παραπατώντας λιγάκι που δεν έβλεπα και καλά μ’ αυτές τις γυαλούμπες στη μούρη- κι έτσι πέρασα πολύ όμορφα στα γενέθλιά μου και του χρόνου να είμαστε καλά που λέει κι ο Βούδας!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου