Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Ο σκελετός του λεωφορείου


 Δεύτερο έτος Ιατρικής κι είχαμε αρχίσει Ανατομική – ζόρικο μάθημα, χιλιάδες ονόματα και λεπτομέρειες, σκέτος πονοκέφαλος. Μέσα σ΄όλα και το «ερειστικόν σύστημα του ανθρώπου» - ήτοι τα... κοκκαλάκια μας! Πολλά, ατέλειωτα - και το καθένα με το σχηματάκι του και το ονοματάκι του! Κι έπρεπε να τα ξέρουμε τέλεια! Ο καλύτερος τρόπος ήταν να έχουμε εποπτικά μέσα – ίσον αληθινά οστά. Αλλά πού να τα βρούμε;
Είπαμε λοιπόν, μια παρέα 4-5 θαρραλέων φοιτητών, να πάμε στο νεκροταφείο και να ζητήσουμε να μας δώσουν. Μπήκαμε στο λεωφορείο (δεν είχαμε ΙΧ τότε, εννοείται) και πήγαμε σε ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία της Αττικής. Στόχος να βρούμε τα απαραίτητα οστά για να συναρμολογήσουμε με σύρμα, ο καθένας, τον δικό του σκελετό...
Ο φύλακας ήταν άκρως εξυπηρετικός. Μας πήγε σε ένα καμαράκι με κασελάκια και μας είπε «εδώ είναι τα αζήτητα, πάρτε ό,τι νομίζετε», κι αρχίσαμε να ψάχνουμε - κρανία, μηριαία, κνήμες, όλα μαζί γιατί είχαν πάει, προφανώς, κι άλλοι πριν από μας και τάχαν ανακατέψει. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή άλλος να έχει τρία μηριαία και ένα βραχιόνιο, άλλος δυο κνήμες και μία ωλένη – χαμός. Κι αρχίσαμε τις ανταλλαγές.
Κάποια στιγμή διαπιστώσαμε το μάταιον της προσπάθειας να αποκτήσουμε ολόκληρο  σκελετό κι είπαμε να φεύγουμε σιγά σιγά με όσα είχαμε καταφέρει να βρούμε (μέσα σε τσάντες νάυλον) και να τα πάμε την άλλη μέρα στο απολυμαντήριο (για να μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε). Μπήκαμε λοιπόν στο λεωφορείο με τις «τσάντες» μας - κύριοι.
Άδειο το λεωφορείο, καθίσαμε ο καθένας σε διπλό κάθισμα και ακουμπήσαμε τον «συνοδό» μας δίπλα μας – ήταν και βαριές οι τσάντες. Ωστόσο το λεωφορείο άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει – και  κάποια στιγμή με ρώτησε ένας κύριος, δείχνοντας τη θέση που είχα την τσάντα μου
«Δεσποινίς, μπορώ να καθίσω;»
Κι εγώ, χαρίζοντάς του το πιο γλυκό κι αθώο μου χαμόγελο, απάντησα:
«Λυπάμαι... είναι πιασμένη»!

Περιττό να σας πω πως η μάνα μου φρίκαρε με τον κοκκαλίνο φίλο που της κουβάλησα στο σπίτι – όχι ότι τρόμαξε, άλλες ήταν οι φοβίες της, με τους πεθαμένους τα είχε καλά. Το θεώρησε όμως ιεροσυλία, βεβήλωση νεκρού, διατάραξη της γαλήνης του πεθαμένου (όλα αυτά, και με το δίκιο της από μια άποψη) κι είχα μόνιμη γκρίνια να τον επιστρέψω στον χώρο του – πράγμα που δεν το συζητούσα βέβαια, το είχα βάλει πείσμα να τον στήσω.
Ωστόσο αποδείχτηκε τζάμπα και ο κόπος και η απολύμανση. Τα ευρήματά μου με τίποτε δεν συναρμολογούνταν σε αξιοπρεπή σκελετό, έστω και ανάπηρο. Μου έλειπε ένα πόδι, είχα λειψά χέρια,  κάτι λίγα από πλευρές, οι σπόνδυλοι ήταν φύρδην μίγδην και, το κυριότερο, δεν είχε κεφάλι (τα κρανία γίνονταν ανάρπαστα).
Άρα;  Άνθρακες ο θησαυρός - διότι το θέμα δεν ήταν να μάθω απλά τα οστά, αυτά τα έβλεπα και στον Άτλαντα της ανατομίας. Το θέμα ήταν να στηθεί ένας υποφερτός σκελετός – κι αυτό δεν γινόταν. Έπρεπε λοιπόν κάπως να τον «αποσύρω» από το σπίτι, το οποίο μύριζε απολυμαντήριο.
Κι  εκεί άρχισαν τα προβλήματα. Να τον κάνω τι; Να τον πάω πού; Να τον επιστρέψω αδύνατον. Να τον ξεφορτωθώ ελαφρά τη καρδία ούτε λόγος - ήταν προσβολή και ιεροσυλία... Να τον θάψουμε στο εξοχικό, στον κήπο, θα ήταν μια λύση αλλά η μάνα μου ούτε να το ακούσει -  και πώς να την κατηγορήσω, ένα δίκιο τόχε όσο νάναι... Οπότε;
Και τότε σκέφτηκα την Μιράντα, φίλη και συμμαθήτριά μου από το λύκειο, με την οποία είχαμε δώσει μαζί εξετάσεις για Ιατρική αλλά δεν πέρασε κι έκανε φροντιστήριο να ξαναδώσει.
Η Μιράντα ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Ίσως της φάνηκε ότι ερχόταν έτσι πιο κοντά στο στόχο της, δεν ξέρω - πάντως μου είπε ότι τα θέλει τα κόκκαλα. Κανονίσαμε λοιπόν να της τα πάω στο φροντιστήριο, κάπου στην Ακαδημίας, κάποια μέρα που θα πήγαινα στη σχολή, στο Γουδί (η αφετηρία των λεωφορείων ήταν πίσω από το κτίριο της Ακαδημίας).
Έτσι ο σκελετούλης μου ξαναμπήκε στο λεωφορείο της Δάφνης για να κατέβει Αθήνα. Αγκαλιά μου αυτή τη φορά, σε περιποιημένο σακβουαγιάζ (η μάνα μου, για να λυθεί το πρόβλημα, δεν είχε καμία αντίρρηση να μου το δώσει).


Έφτασα στο φροντιστήριο, περίμενα να κάνουν διάλειμμα κι όταν βγήκε η Μιράντα τής τον παρέδωσα – για να την ακούσω να μου λέει ότι τόπε στη μάνα της και σκοτώθηκαν. Η γυναίκα είχε γίνει έξαλλη κι αρνήθηκε κατηγορηματικά να βάλει τον πεθαμένο σπίτι της. Και μου το λέει η φίλη μου ενώ πηγαίνω στη σχολή! Τι να κάνω με το σακ βουαγιάζ στο χέρι, μου λέτε;
Μούρθε νε τη σκοτώσω. Τι να τον έκανα τον κοκκαλίνο μου εκείνη την ώρα; Να τον πάρω μαζί μου αδύνατον - είχα και μάθημα και εργαστήριο... Η Μιράντα δεν τον κράταγε, οπότε; Της τάψαλλα ένα χεράκι που δεν με είχε ενημερώσει έγκαιρα -  τουλάχιστον να τον άφηνα σπίτι και θάβλεπα τι θάκανα. Το κατάλαβε και μου πρότεινε να τον αφήσουμε προσωρινά στο φροντιστήριο και μου υποσχέθηκε ότι θα το κανόνιζε εκείνη κάπως.
Στο φροντιστήριο... ΟΚ, αλλά πού;
Στην είσοδο του φροντιστηρίου υπήρχε ένας ξεχωριστό δωμάτιο, σαν αποθήκη, με κρεμάστρες για τα παλτά των παιδιών και με μια πόρτα που άνοιγε προς τον τοίχο κάνοντας μεγάλη γωνία κι αφήνοντας χώρο πίσω της. Εκεί τον κρύψαμε  τον σκελετούλη αφού του ζητήσαμε συγγνώμη για την ταλαιπωρία και του δώσαμε τον λόγο μας ότι θα φροντίζαμε πάση θυσία για την ανάπαυσή του.
Ωστόσο δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε ο καημένος - οι καημένοι μάλλον... Το σακβουαγιάζ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς - κάποιος το εντόπισε και το πήρε νομίζοντας τι... κι όταν το άνοιξε κάπου με την ησυχία του, θα έπαθε ή εγκεφαλικό ή έμφραγμα... Πάντως εμείς δεν ακούσαμε τίποτε (ούτε κι έγραψαν κάτι οι εφημερίδες).
Με την Μιράντα χαθήκαμε στην πορεία της ζωής. Η επιτυχία τής χαμογέλασε στην δεύτερή της προσπάθεια και πέρασε στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, οπότε χώρισαν οι δρόμοι μας. Ξαναβρεθήκαμε χρόνια μετά, σε μια συγκέντρωση παλιών συμμαθητριών, και μέσα στα πολλά που θυμηθήκαμε ήταν κι η ιστορία του σκελετού του λεωφορείου, την οποία και αφηγηθήκαμε στην υπόλοιπη παρέα. Μετά τα πρώτα επιφωνήματα και ποικίλα σχόλια, βάλαμε το ερώτημα «τι τέλος πιστεύετε πως μπορεί να είχε αυτή η παράξενη ιστορία;» και οργανώσαμε στα πρόχειρα ένα είδος διαγωνισμού για το πιο πρωτότυπο τέλος.

Ακούστηκαν διάφορες εκδοχές, από εντελώς πεζές έως άκρως εξωφρενικές. Εκείνη ωστόσο που κέρδισε παμψηφεί το έπαθλο (πληρώσαμε οι υπόλοιπες το μερίδιό της στον λογαριασμό!) ήταν η ιστορία της Φωτεινής, η οποία μας εντυπωσίασε, μας συγκίνησε και μας έκανε, εμένα και την Μιράντα, να νιώσουμε κάτι σαν εξιλέωση για τις τρέλες της νιότης μας. Σας την μεταφέρω όσο πιο πιστά γίνεται να την θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια.
«Τους έπεσε λίγο βαρύ να κείτονται παραπεταμένοι σε μια απόμερη γωνιά. Ακόμη δεν είχαν ξεκαθαρίσει καλά καλά το πόσοι ήταν μέσα στο σακβουαγιάζ  (ένα μηριαίο από δω, μια κνήμη από κει) - πάντως οι συχωρεμένοι, αν και στην ζωή ανήκαν στους περιθωριακούς, στα «αζήτητα», ήθελαν και εύχονταν να κατασταλάξουν επιτέλους κάπου για να ευχαριστηθούν τον ύπνο τον αιώνιο.
Η κυρά Κατίνα, η καθαρίστρια, αν και φτωχή, φτωχότατη, ήταν άνθρωπος με αρχές. Όταν πρωτοείδε το ξεχασμένο (έτσι νόμισε) σακβουαγιάζ, το περιμάζεψε για να το παραδώσει στο γραφείο. Έλα όμως που ο κυρ Δήμος, ο άντρας της, δεν είχε πού να βάλει το κολατσιό και την αλλαξιά κάθε πρωί που έφευγε με το χάραμα για να δουλέψει οικοδόμος σε μεγάλο εργολάβο... Έκανε λοιπόν την αμαρτία της και κράτησε τον βαρύ καινούργιο σάκο η ταπεινή γυναικούλα - και στο ημιυπόγειό τους, κάπου κοντά στο νεκροταφείο, τον απόθεσε στο τραπέζι για να δει μαζί με τον άντρα της τι είχε τελικά κλέψει. Ντρεπόταν πολύ για την πράξη της και ήξερε ότι θα τα άκουγε χοντρά από τον Δήμο της – ωστόσο, καλές οι εντολές αλλά μάλλον ήταν φτιαγμένες για τους πλούσιους που δεν αναγκάζονταν να βολοδέρνουν συνεχώς για δυο τρεις πενταροδεκάρες.

«Κοίτα άντρα τι βρήκα» του είπε - και, κάτω από το αυστηρό βλέμμα του, άνοιξε τον σάκο. Κόπηκαν τα πόδια τους και η φωνή μπερδεύτηκε κάπου μέσα στο λαρύγγι τους χωρίς να μπορεί να βρει τον δρόμο  να βγει. Σαν υπνωτισμένοι έβγαλαν τα κόκκαλα ένα ένα και, σαν ρομπότ, τα ξανάβαλαν προσεκτικά πίσω στην θέση τους. Κεραυνοβολημένοι, με την καρδιά στο στόμα και το δωμάτιο να φέρνει γύρα από την σκοτοδίνη, κοιτούσαν μια το  σακβουαγιάζ και μια ο ένας τον άλλον κάνοντας την ίδια σκέψη - δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσουν εκείνο το βράδυ στο σπιτικό τους.
Κάποια στιγμή ο κυρ Δήμος συνήλθε. Σηκώθηκε αποφασιστικά, πήρε το παλιό του μπουφάν, φόρεσε την τραγιάσκα του, άρπαξε και την γυναίκα του από το χέρι και της είπε να κάνει γρήγορα, η ώρα ήταν περασμένη και στον γυρισμό ίσως έχαναν το τελευταίο λεωφορείο.  «Χριστιανέ μου, πού με τραβάς νυχτιάτικα;» έκανε να γκρινιάξει αυτή αλλά τα μάτια του ήταν αγριεμένα.
«Πάρε την καταραμένη λεία σου και βιάσου να πάμε στην Πλατεία της Νίκης όπου χτίζουμε τη βάση για ένα άγαλμα. Θα βάλουμε τα κόκκαλα κάτω από το χαλίκι που έχουμε απλώσει στα θεμέλια πριν ρίξουμε αύριο το τσιμέντο. Βιάσου γυναίκα - να προλάβουμε..»
Έτσι οι άγνωστοι νεκροί βρέθηκαν στυλοβάτες σ’ ένα όμορφο μνημείο που όρθωσε ο δήμαρχος για τους πεσόντες στους αγώνες κατά των Γερμανών. Η ρόδα της τύχης τούς ξανάφερε στην τελευταία γειτονιά τους και, για να τους ξεπληρώσει θαρρείς για την παράδοξη περιπέτειά τους με τους ζωντανούς, τους έκανε μεταθανάτιους ήρωες».

 Ποιος δεν θα ήθελε να ταφεί κάτω από ένα μνημείο υπέρ της Πατρίδας και της Ελευθερίας!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου