Πέμπτη 30 Απριλίου 2015



To βαλς μιας ζωής    26/4/2015

Κριτική-σχολιασμός από τον εκλεκτό μου φίλο
Γιώργο Παυλίδη, συγγραφέα 
 
Το βιβλίο της καλής μου φίλης Βάσως Αποστολοπούλου-Αναστασίου έχει εκδοθεί εδώ και λίγο καιρό, με μεγάλη επιτυχία. Το διάβασα πριν κάποιες μέρες και θεωρώ υποχρέωση και τιμή μου να προστεθώ σε όσους έγραψαν δυό κουβέντες για αυτό.

Η πένα της Βάσως μας προσφέρει συνήθως συγκίνηση, τρυφερότητα, χιούμορ, περιπέτεια, ανθρωπιά. Αυτή τη φορά όμως, στο «Βάλς μιας ζωής», πρωτοτυπεί κατά δύο τρόπους.

Πρώτα απ όλα μας κάνει μία κατάθεση ψυχής, περιγράφοντας την ιστορία των γονιών της, μυθιστορηματοποιημένη σε κάποιο βαθμό, αλλά πέρα για πέρα αληθινή στα βασικά σημεία της πλοκής. Το μόνο που έχει προστεθεί είναι η ικανότητα της Βάσως να ενώνει τα διάφορα γεγονότα και να μας τα προσφέρει με απαράμιλλο τρόπο.

Η δεύτερη πρωτοτυπία βρίσκεται σε δύο επιθετικούς προσδιορισμούς που εγώ προσωπικά θεωρώ ότι πρώτη φορά ταιριάζουν τόσο πολύ και τόσο έντονα στα κείμενα της. ΔΥΝΑΜΗ και ΠΑΘΟΣ ! Δύναμη που αψηφά αντιξοότητες, πάθος των πρωταγωνιστών (των γονιών της) να ορίσουν εκείνοι την ζωή τους και να την πορευτούν με το δικό τους βήμα. Κι αν, όπως είπε κάποιος, «η ζωή μας είναι το άθροισμα των επιλογών μας» ε, αυτές οι επιλογές πάλεψαν με νύχια και με δόντια να είναι οι δικές τους. Το πέτυχαν !
 
Όσο κι αν ξέρω την πένα της Βάσως, το γεγονός ότι ουσιαστικά το βιβλίο είναι η ιστορία αγάπης των γονιών της με έκανε, πριν αρχίσω να το διαβάζω, να κρατώ μία επιφύλαξη, μήπως πέσω σε ένα αισθηματικό μελό. Μετά από λίγες σελίδες δεν ήθελα να το αφήσω, είχα γνωρίσει τους ήρωες, ήθελα να δω τι θα γίνει παρακάτω, τι καλό και τι κακό τους επεφύλασσε η μοίρα.

Βέβαια και η ιστορία των γονιών της βοήθησε την πένα της. Η πλοκή συναρπαστική. Τα πρώτα σκιρτήματα θέριεψαν στις φλόγες του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Η Βάσω ακουμπά ιστορικά γεγονότα με λεπτότητα, βασιζόμενη στα όσα έμαθε από τους δικούς της. Δεν θα συναντήσετε τον φτηνό, λαϊκίστικο λόγο που ανεβάζει στα ύψη την μία πλευρά και βυθίζει στα τάρταρα την άλλη. Περιγράφει δύο μελανές σελίδες του εμφύλιου (κάθε εμφύλιος μόνο μελανές σελίδες έχει) αντιμετωπίζοντας τα γεγονότα ανθρώπινα. Αν αποκηρύσσει κάτι, είναι τον ίδιο τον εμφύλιο, αυτή την κατάρα για κάθε χώρα. Τα διαβάζεις, σκέπτεσαι ότι έγιναν όλα αυτά και πολλά άλλα ίδια και χειρότερα, σφίγγεται η καρδιά σου.
 
Το βιβλίο έχει ένα πετυχημένο τίτλο που δένει με το συναισθηματικό κομμάτι της πλοκής του. Θα μπορούσε όμως να λέγεται και «Οι πόλεμοι της Χριστίνας» (της μητέρας της). Μετά τον Ελληνικό εμφύλιο είχε και τον οικογενειακό, άλλες μάχες, πολλές. Μάχες κόντρα στον πατέρα της, στον αδελφό της, στην μία από τις αδελφές της. Μάχες, κυρίως, κόντρα σε ένα τρόπο ζωής, σε ήθη, έθιμα και αντιλήψεις που οι παλιότεροι τα ξέρουν αλλά οι νεότεροι δεν γνώρισαν. Μάχες στις οποίες μάτωσε. Αλλά το πείσμα της, η δύναμη της, το πάθος της την έφεραν να νικά τελικά, έστω κι αν έμειναν κάποιες ουλές. Με συμπολεμιστή τον αργότερα άνδρα της, που ούτε το πείσμα του έλειπε κι εκείνου, ούτε η δύναμη, ούτε το πάθος.

Μία αγάπη που ανθίζει στον εμφύλιο και μετά, η κόρη ενάντια σε πατέρα, αδελφό, μεγαλύτερη αδελφή που θέλουν να διαφεντέψουν τη ζωή της. Τελικά όλα καλά… και αίσιο τέλος. Αυτό ήταν;

ΟΧΙ! Πέρα από την πλοκή είναι και το πώς τα γράφεις, πως τα παρουσιάζεις. Εδώ το κείμενο στολίζεται και παίρνει δύναμη όχι μόνο από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας αλλά και από τους ανθρώπους που παρακολουθούν και επεμβαίνουν – ή το προσπαθούν - στη ζωή τους. Άνθρωποι σαν τον τίμιο αλλά δεμένο με αρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις πατέρα της, τον σκληρό και σκοτεινό αδελφό της, την από μηχανής Θεό μικρότερη αδελφή της, την Ευγενία. Την γεμάτη τρυφερότητα, ευρηματικότητα μα και πονηριά Ευγενία, πυρσό που φώτιζε τις σκοτεινές μέρες της ζωής της Χριστίνας.
 
Κυρίως, όμως, η δύναμη και η ποιότητα του βιβλίου οφείλουν πολλά στην Ευτέρπη, την μεγάλη αδελφή της Χριστίνας, που η ζωή δεν την έκανε πρωταγωνίστρια. Την Ευτέρπη, που μπήκε στο περιθώριο, παραξένεψε, κάκιωσε. Την Ευτέρπη που ήταν η κρυφή ή η φανερή αιτία του οικογενειακού εμφύλιου.
 
Χωρίς την Ευτέρπη, θα είχα διαβάσει ένα καλογραμμένο αισθηματικό βιβλίο με πρόσθετο ενδιαφέρον λόγω της περιγραφής κάποιων γεγονότων του εμφυλίου. Ένα καλό βιβλίο από την Βάσω. Ουδεμία έκπληξη. Με την περιγραφή της Ευτέρπης, όμως, και μερικών από τις σκηνές που «παίζει», έστω κι αν «παίζει» λίγο, το βιβλίο απογειώνεται, παίρνει άλλο αέρα.
 
Με τι δύναμη και τι πάθος περιγράφει η Βάσω την θεία της! Τσακίζει κόκκαλα σε κάποιες στιγμές το γράψιμο της Βάσως, συγκλονίζει, κόβει ανάσες ! Να λάβετε υπ’ όψη ότι οι κορυφώσεις της πλοκής, όπου υπάρχει Ευτέρπη, είναι φανταστικές, τίποτα από αυτά που γράφει δεν έγινε όπως θα τα διαβάσετε. Παιδιά της λαμπρής φαντασίας της Βάσως είναι και του αστείρευτου ταλέντου της να αφηγείται μία ιστορία, αναμειγνύοντας το πραγματικό με το φανταστικό σε πρόσωπα και γεγονότα.
 
Θύτης και θύμα η Ευτέρπη, η πηγή της ιστορίας, η γυναίκα στις σκιές. Παίζει κι όταν δεν παίζει, κατευθύνει αρκετές φορές, σαν αόρατος μαέστρος, την πλοκή του βιβλίου. Και όπου παίζει, όπου η Βάσω χώνεται στο μυαλό της θείας της και περιγράφει τις σκέψεις της και τις αντιδράσεις της… ε, εκεί η Βάσω μεγαλουργεί.
 
Ίσως θα ήθελα πιο πολύ την Ευτέρπη με τις σκέψεις της και τα ξεσπάσματα της στο βιβλίο. Λέω «ίσως» γιατί καταλαβαίνω τη Βάσω. Δεν ήθελε να τραβήξει τους προβολείς από την Χριστίνα και τον Ορέστη, τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, τους γονείς της.
 
Θα κλείσω με μία σκηνή. Η Βάσω κεντά, η φαντασία της και το ταλέντο της οδηγούν με απαράμιλλη μαεστρία την πένα της.

Κυρίες και κύριοι… Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου. Απολαύστε την!

Σκέψεις της Ευτέρπης όταν η Χριστίνα, η μία από τις πιο μικρές της αδελφές, παντρεύεται.
«Παντρεύεται λέει. Και εγώ κάθομαι εδώ στα σκοτεινά να φυλάω τα μπαούλα και τα προικιά μου. Παρέα με τις αράχνες και τη μιζέρια μου.
Αράχνιασα και εγώ. Γέμισαν σκόνη οι μέρες και οι νύχτες μου. Κι εγώ κουράστηκα να ξεσκονίζω. Χωρίς σκοπό, χωρίς λόγο. Ας λέει η μάνα «για όλους έχει ο Θεός». Όχι για μένα. Για μένα δεν έχει παρά μονάχα μοναξιά. Θα γεράσω και θα είμαι ακόμα εδώ, να τους φροντίζω και να τους γηροκομώ. Μια μέρα θα σβήσω και κανείς δεν θα καταλάβει ότι έφυγα. Θα βγώ από τη ζωή μου χωρίς να έχω μπει ποτέ μέσα».

Μπράβο Βάσω! Με κάτι τέτοια διαμαντάκια τιμάς τη λέξη λογοτεχνία!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου