Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019


Ο σφετεριστής του θρόνου *

Ήμουν δεν ήμουν τριών χρόνων όταν  η μαμά μού έδειξε χαμογελώντας την λίγο φουσκωμένη κοιλιά της και μου είπε «εδώ μέσα υπάρχει ένα μωράκι που όταν μεγαλώσει αρκετά θα βγει και θα είναι ο μικρός σου αδελφός που θα παίζετε μαζί και θα έχετε ο ένας τον άλλο για συντροφιά και θα είστε πολύ αγαπημένοι». Κι εγώ πολύ το χάρηκα και περίμενα πώς και πώς να έρθει ο αδελφός μου και του μιλούσα ενόσω ήταν μέσα στην κοιλιά ακόμη και του έλεγα πως τον αγαπώ και πως θα παίζουμε μπάλα μαζί στο σαλόνι και θα σκαρφαλώνουμε στους καναπέδες.
Και μια μέρα ήρθε ο αδελφός μου. Απογοήτευση… Τι μπάλα να παίξεις με ένα τόσο δα μωρό που συνέχεια ήταν ξαπλωμένο κι έκλαιγε όλη την ώρα κι ούτε που μπορούσε να περπατήσει. Η μαμά μου εξήγησε πως έτσι είναι τα μωρά και πως έτσι ήμουνα κάποτε κι εγώ και πως γρήγορα θα μεγαλώσει κι αυτός και να κάνω υπομονή -κι είπα κι εγώ, άντε να δούμε. Και μετά άρχισε η μια σύγχιση μετά την άλλη.
Πρώτα πρώτα από κει που ήμουνα «το μωρό» της έγινα ξαφνικά «ο μεγάλος» που έπρεπε να προσέχει να μην κάνει φασαρία γιατί κοιμάται «το μωρό» που δεν ήμουνα πια εγώ αλλά ο νεοφερμένος - κι ας ήμουν κι εγώ σχεδόν μωρό ακόμη. Εκεί που έπαιζα μπάλα στο σαλόνι με μάλωνε γιατί «θα ξυπνήσει το μωρό». Εκεί που χαχάνιζα μα τα μικυ μάους στην τηλεόραση ερχόταν και την έκλεινε γιατί «ενοχλούσα το μωρό». Εκεί που με έπαιρνε συνέχεια αγκαλιά τώρα το έκανε αραιά και πού γιατί είχε πάρει τη θέση μου «το μωρό». Άρχισε να μου δίνει πολύ στα νεύρα αυτό το μωρό που ούτε και να παίξω μαζί του μπορούσα και μου είχε πάρει και τη μαμά μου για δικιά του.
Κάποτε μεγάλωσε το μωρό κι άρχισε να περπατάει και να λέει και κάποια λογάκια κι εγώ του έμαθα τη λέξη «μπάλα» και χάρηκα πολύ όταν την είπε κι αυτός και σκέφτηκα, τώρα αρχίζουν τα ωραία - αλλά ήμουν πολύ γελασμένος. Ο μικρός -γιατί εγώ ήμουν, είπαμε, ο μεγάλος- μου έπαιρνε συνέχεια τα παιχνίδια και μου τα χάλαγε κι εγώ του φώναζα και μετά μου φώναζε εμένα η μαμά και με έβαζε τιμωρία ενώ έπρεπε να βάλει εκείνον. Καθόμουνα να ζωγραφίσω κι ερχόταν και μου τα μουτζούρωνε κι εγώ τον μάλωνα και ερχόταν τότε η μαμά και μάλωνε εμένα που τον μάλωνα και μου έλεγε «μικρός είναι, μην τον ξεσυνερίζεσαι» κι άμα επέμενα με ξανάβαζε τιμωρία κι έπαιρνε εκείνον αγκαλιά που έκλαιγε και μ’ άφηνε εμένα να κλαίω μονάχος μου…
Είχα χάσει τη μαμά μου, το καταλαβαίνετε; Δεν ήθελα να είμαι ο μεγάλος, ήθελα να είμαι μικρός (στο κάτω κάτω μια σταλιά παιδάκι ήμουν ακόμη) ήθελα να μη μαλώνει εμένα όταν έφταιγε εκείνος, ήθελα να μου μιλάει γλυκά όπως παλιά, ήθελα να με παίρνει πιο πολύ αγκαλιά όπως παλιά, ήθελα να μην έχει άλλο βλέμμα όταν κοίταζε εμένα κι άλλο όταν κοίταζε εκείνον… και κάποιες φορές ήθελα να εξαφανιστεί ο αδελφός μου και να ξαναγίνουμε αυτοκόλλητοι με τη μαμά όπως παλιά - ήθελα πίσω τη μαμά μου, το καταλαβαίνετε;
Πέρασαν χρόνια από τότε. Μεγαλώσαμε. Στην πορεία τα βρήκαμε, τα χάσαμε, παίξαμε ξύλο μεταξύ μας, έπαιξα ξύλο με κάτι τραμπούκους συμμαθητές του που τον πειράζανε, μπήκαμε στην εφηβεία, ανταλλάξαμε αμαρτωλά μυστικά, ανακαλύψαμε ο ένας τα συν και τα πλην του άλλου, ανακαλύψαμε πόσο πολύτιμοι ήμασταν ο ένας για τον άλλον. Μ’ αγαπάει και τον αγαπώ, αυτό αδιαμφισβήτητο -κι ας εξακολουθώ να θυμάμαι φορές φορές τα πάνω κάτω που έφερε στην μικρή, τότε, ζωούλα μου ο ερχομός του και που μου «έκλεψε», όπως το εισέπραξα τότε, την αγάπη της μαμάς μου.

*Αφιερωμένο σε όλα εμάς τα πρώην μοναχοπαίδια και νυν μεγαλύτερα αδέλφια που, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, κληθήκαμε να υποδεχτούμε, να αντιμετωπίσουμε και, τελικά, να αποδεχτούμε τους σφετεριστές των θρόνων μας!
Αφιερωμένο σε σένα, αδελφέ μου ανεκτίμητε!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου