Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η επιστροφή
Ήρθε η μάνα ήρθε η μάνα γύρισε επιτέλους στο σπίτι μας μετά από πολλές βδομάδες που έλειπε κι ας λέει ο Ρόμπι ότι έλειψε μόνο τρεις μάλλον δεν ξέρει να μετράει και τόσο καλά ή θέλει να με τσαντίσει πάλι κι αφού σας λέω έλειπε κοντά μισό χρόνο ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε εμένα που ξεροστάλιαζα με τις ώρες πάνω στο πεύκο που είναι στη μάντρα κι έτσι μου ερχόταν να πηδήξω μια και να πάω να τη βρω στην Αγγλία και που ξυπνούσα κάθε πρωί με το χάραμα και δεν την έβλεπα να βάζει τα παπούτσια της να μας πάει βόλτα - βέβαια μας πήγαινε ο μπαμπάς αλλά τι να το κάνεις, αυτός πρώτον μουρμούραγε κάτι γαλλικά που τον ξεσηκώναμε «αχάραγο» (δεν ξέρω τι πα να πει αυτό) και δεύτερον είναι και πολύ δυνατός και με κρατούσε γερά από το λουρί και δεν μ’ άφηνε να τρέχω πάνω κάτω και να μυρίζω όλους τους θάμνους και τα δέντρα και τα χωμάτινα λοφάκια ενώ η μάνα με κρατάει κι εκείνη γερά αλλά όλο και την τραβολογάω και πάω εκεί που θέλω και ξεφύγαμε από το θέμα και το θέμα είναι πως γύρισε η μάνα κι εγώ κάτι είχα ψυλλιαστεί που είδα τον μπαμπά να ξαναπλένει την αυλή με το λάστιχο κι αφού χτες την είχε πλύνει και είπα του Βούδα να δεις που περιμένει τη μάνα γι αυτό τα κάνει όλα αστραφτερά για να τα δει εκείνη και να χαρεί και μετά τον είδαμε που μπήκε στο αμάξι απογευματιάτικα ενώ εκείνος μόνο το πρωί φεύγει με το αυτοκίνητο και σιγουρευτήκαμε πως πάει στο αεροδρόμιο να τη φέρει και στηθήκαμε πίσω από το πορτάκι του κήπου και περιμέναμε κάτι ώρες ατέλειωτες μπορεί και δέκα ώρες ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε εμένα και επιτέλους έφτασαν κάποια φορά κι άνοιξε η μάνα το πορτάκι και της όρμησα εγώ σαν παλαβός και παραλίγο να την ρίξω κάτω από τα χοροπηδητά και σταματημό δεν είχα αφού δεν μπορούσε να κάνει βήμα παρά με είχε πάρει αγκαλιά και με έλεγε τρελοκούταβο και μου χάιδευε τις αυτούμπες και μετά αγκάλιασε και τον Ρόμπι που περίμενε υπομονετικά να τελειώσω εγώ με τις παλαβομάρες μου για να της κάνει κι εκείνος χαρές και μετά μπήκε ο μπαμπάς με τις βαλίτσες κι έβαλε τις φωνές να κάνουμε πίσω για να μπουν επιτέλους στην αυλή και πήγαμε όλοι μαζί προς το σπίτι και κάτσαμε στο τραπέζι με την ομπρέλα κι αρχίσαμε να μιλάμε όλοι μαζί κι εγώ να της λέω παράπονα που έλειψε τόσο πολύ και που μια μέρα έπιασε καταιγίδα με αστραπές και μπουμπουνητά κι ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά κι εμείς μόνοι στην αυλή κι έπαθα τέτοιο πανικό που ακόμα τρέμω που το θυμάμαι και τότε μπήκε στη μέση ο Βούδας και είπε πολλά λες παρλαπίπα, άστην να ησυχάσει τόσες ώρες που ταξίδευε και να μας πει και πώς πέρασε στην Αγγλία με τα παιδάκια της κι η μάνα γέλασε και μας είπε πως πέρασε πολύ όμορφα κι ας έβρεχε τον πιο πολύ καιρό γιατί και δεν την χωνεύει τη βροχή αλλά της λείψαμε κιόλας κι εμείς και τα γατόνια κι ο μπαμπάς κι άρχισε μετά να μας λέει εγγλέζικες ιστορίες κι εγώ κάθισα στα πόδια της φρόνιμα φρόνιμα και την άκουγα κι ήμουνα πολύ χαρούμενος που γύρισε σπίτι μας και σας αφήνω τώρα, τη βλέπω που έρχεται με το λουρί να μας πάει βόλτα και θα ξαναρχίσω να τρεχολογάω πάνω κάτω και πολύ θα το φχαριστηθώ και γεια σας!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου