Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019


Η Κυρά της θάλασσας - Χένρικ Ίψεν
Ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό στο αεροδρόμιο του Μπίρμιγχαμ είδα αυτήν την φωτογραφία - κι έμεινα άφωνη. Η «Κυρά της θάλασσας» λευκοφορούσα, ακίνητη σε ακύμαντα νερά, με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπο.
Ακριβώς όπως η Δωροθέα στο αντίστοιχο απόσπασμα του βιβλίου μου - μόνο που εκείνη έχει κίνηση. Ειδάλλως η ταύτιση είναι τέτοια που θάλεγε κανείς πως οι δυο γυναίκες είναι μία. Πως η εικόνα αυτή  δημιουργήθηκε για να αποδώσει την στιγμή της κατάδυσης της ηρωίδας μου στα σκοτεινά νερά της θάλασσας.

«Ένα κύμα πιο δυνατό από τα άλλα ήρθε κι έσκασε στον βράχο βρέχοντας τα πόδια και την άκρη από το φόρεμά της. Ξαφνιάστηκε, ξαναγύρισε απότομα στην πραγματικότητα, κοίταξε γύρω της. Ήταν πάντα σ’ εκείνη τη σκοτεινή άκρη της παραλίας, με μόνη συντροφιά τον Μπρούνο που είχε ξαπλώσει στα φύκια κι έπαιζε μ’ ένα θαλασσόξυλο. Στην άλλη άκρη το μπαράκι είχε αρχίσει να γεμίζει από παρέες που κατέβαιναν από το ξενοδοχείο.

Ξαφνικά όλα αυτά της φάνηκαν τόσο μακρινά, τόσο μάταια… κι η θάλασσα τόσο κοντινή, τόσο φιλική. Στο επόμενο κύμα κατέβηκε από τον βράχο, έβγαλε τα σανδάλια της κι άρχισε να βαδίζει προς τα μέσα, προς το μαύρο απέραντο νερό που απλωνόταν μπροστά της. Ήταν κρύο, αλλά δεν την πείραζε. Ένιωθε τα βότσαλα του βυθού ολοένα και πιο απόμακρα από τα δάχτυλα των ποδιών της και τη θάλασσα να την καλεί με μια φωνή μυστηριακή. Το κουτάβι ανασηκώθηκε ανήσυχο κι έκανε να την πλησιάσει αλλά πισωπάτησε όταν βράχηκαν τα πόδια του κι άρχισε να κλαψουρίζει καθώς την έβλεπε ν’ απομακρύνεται. 

Δεν το άκουσε. Το νερό είχε φτάσει μέχρι το στήθος της κι εκείνη αφηνόταν να βουλιάζει ολοένα και περισσότερο… να βουλιάζει και να χάνεται, όπως σ’ εκείνο το όνειρο με την κινούμενη άμμο, μόνο που ήταν η θάλασσα που την κατάπινε στ’ αλήθεια και δεν ήταν όνειρο πια. «Προφητικό» πρόλαβε να σκεφτεί λίγο πριν αφεθεί να τη σκεπάσει το νερό. H φαρδιά φούστα της απλώθηκε στην επιφάνεια της θάλασσας σαν ένα τεράστιο άσπρο κοχύλι, κι εκείνη χάθηκε στα μαύρα νερά.

Στην παραλία ο Μπρούνο άρχισε να ουρλιάζει. Στο μπαρ ο Θοδωρής γύρισε ξαφνιασμένος και κοίταξε το κουτάβι που αλυχτούσε με το βλέμμα του καρφωμένο κάπου στα βαθιά. Ακολούθησε τη ματιά του κι είδε το άσπρο φόρεμα της Δωροθέας να επιπλέει.

Την επόμενη στιγμή βουτούσε στη θάλασσα». 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου