Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019


«Παγκόσμια Μέρα Εκπαιδευτικών» η σημερινή.

Κι εγώ κοιτάζω την φωτογραφία των δασκάλων γονιών μου από έναν περίπατό τους στο Νησί Ημαθίας, το χωριό που πρωτοδιορίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50, και του Παρθενώνα που έφτιαξε ο πατέρας μου από γύψο στην αυλή του σχολείου. Κοιτάζω κι αναθυμιέμαι τις περιγραφές τους από εκείνη την εποχή - περιγραφές που κατέγραψα αυτούσιες στο πρώτο μου βιβλίο, «Το βαλς μιας ζωής».

Αφιερωμένο στους ηρωικούς δασκάλους παλιότερων εποχών που μεταλαμπάδευσαν ήθος και γνώση «στα παιδιά με τα τρύπια παπούτσια και τα μπαλωμένα ρούχα» των μετεμφυλιακών χρόνων.

Στα παιδιά που, διψασμένα για μάθηση, στοιβάζονταν τρία τρία σε φθαρμένα θρανία μέσα σε στενόχωρες αίθουσες.

Στα παιδιά που διάβαζαν νύχτα με το λυχνάρι γιατί έπρεπε να βοσκήσουν τα πρόβατα ή να θερίσουν το στάρι στα χωράφια στις ελεύθερες ώρες της μέρας.

Στα παιδιά που πρόκοψαν, που ανέβηκαν ψηλά, που έχτισαν την Ελλάδα μετά την λαίλαπα του πολέμου.

Στα παιδιά και τους δασκάλους τους - με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη!



Από το "Βαλς μιας ζωής"

«Το σχολείο στο Νησί ήταν δίπλα στην εκκλησία του χωριού, τους Αγίους Αναργύρους, στον ίδιο περίβολο. Ήταν ένα μακρόστενο κτίριο, μονώροφο, με ένα μπαλκόνι σε όλο του το μήκος. Μια φαρδιά σκάλα στη μέση της πρόσοψης οδηγούσε στην μεγάλη δίφυλλη πόρτα που άνοιγε σ’ ένα μικρό χολ. Δεξιά από το χολ ήταν το γραφείο των δασκάλων. Δίπλα στο γραφείο, με είσοδο από το μπαλκόνι, βρισκόταν η μια αίθουσα διδασκαλίας. Αριστερά από την είσοδο βρίσκονταν οι άλλες δύο αίθουσες. Το σχολείο ήταν τριθέσιο εξατάξιο, με τις τάξεις να συστεγάζονται ανά δύο στην ίδια αίθουσα και με τον ίδιο δάσκαλο. Εκτός από τον Ορέστη και τη Χριστίνα στο χωριό υπηρετούσε άλλη μία δασκάλα, η Κατίνα Βαμβούδη από τη Θεσσαλονίκη. Οι δυο κοπέλες έγιναν γρήγορα φίλες, με την Κατίνα, νιόπαντρη τότε, να δίνει πολύτιμες συμβουλές στη Χριστίνα για τις δικές της ετοιμασίες.

Πίσω από το χολ της εισόδου του σχολείου υπήρχε ένα αρκετά ευρύχωρο δωμάτιο, που χρησίμευε για αποθήκη. Εκεί βρίσκονταν οι χάρτες, τα μεγάλα ξύλινα γεωμετρικά όργανα, σκηνικά ζωγραφισμένα από τον Ορέστη για τις σχολικές θεατρικές παραστάσεις, κούτες με ντοσιέ γεμάτα έγγραφα, μαθητολόγια περασμένων χρόνων, κουτιά με κιμωλίες, η σημαία των παρελάσεων και πολλά άλλα. Ορισμένα από αυτά, τα λιγότερο χρήσιμα, τα είχε μεταφέρει ο Ορέστης στο υπόστεγο με τα ξύλα, στην αυλή του σχολείου. Τα υπόλοιπα τα είχε τακτοποιήσει στην μία πλευρά του δωματίου, είχε καθαρίσει τον χώρο και είχε μεταφέρει εκεί, από την αρχή που διορίστηκε, τα λιγοστά του υπάρχοντα. Έτσι είχε εγκατασταθεί στην αποθήκη μια και δεν υπήρχε εκείνο τον καιρό διαθέσιμο οίκημα να μείνει - σε κάθε σπίτι του χωριού κατοικούσε κι από μια οικογένεια, πολυμελής κατά κανόνα.

Ο πρόεδρος της κοινότητας είχε αντιδράσει έντονα, λέγοντας πως είναι ντροπή για το χωριό να μη μπορεί να στεγάσει τον δάσκαλό του, και είχε κινητοποιηθεί για να του βρει δωμάτιο σε κάποιο σπίτι. Ο Ορέστης τον σταμάτησε, διαβεβαιώνοντάς τον πως είχε τακτοποιηθεί μια χαρά. Το “σπίτι” του, είπε, του έδινε την δυνατότητα να κάθεται ως αργά στο γραφείο διεκπεραιώνοντας την γραφειακή και γραμματειακή δουλειά του σχολείου ενώ ταυτόχρονα του παρείχε την απαραίτητη ησυχία για τα διαβάσματα και τις μελέτες του. Έτσι παρέμεινε εκεί».










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου