Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015






Από «Το βαλς μιας ζωής»


 


«Η Ευγενία κοίταξε τη μάνα της. Για μια ατελείωτη στιγμή οι δυο γυναίκες είπαν με τα μάτια όσα δεν τολμούσαν να πούνε με τα λόγια, μη και τους ακούσει ο πατέρας-αφέντης. Η Ελένη ανέβηκε αργά τα σκαλιά αμίλητη. Ήξερε ότι η μικρή είχε ακούσει τα πάντα. Τόσο το καλύτερο. Θα ’βρισκε τρόπο να ενημερώσει τον Ορέστη, ήταν σίγουρη. Πέρασε δίπλα της, της χαμογέλασε και μπήκε στο δωμάτιό της να ετοιμαστεί για το αυριανό κρίσιμο ταξίδι.


         Η Ευγενία κατέβηκε σα σίφουνας τα σκαλιά και όρμησε στην εξώπορτα. Έπεσε πάνω στην Ευτέρπη που έμπαινε εκείνη την ώρα, της πέταξε ένα «γεια» και βγήκε τρέχοντας, αφήνοντάς την να την κοιτά απορημένη. Τρέχοντας πάντα, έφτασε σε χρόνο μηδέν στην πλατεία και στάθηκε λαχανιασμένη μπροστά στο ξενοδοχείο, δίπλα στο περίπτερο.


         «Και τώρα;» σκέφτηκε συγχυσμένη. «Πως θα τον βρω; Δεν με παίρνει να μπω και να ξαναπώ το ίδιο παραμύθι, άσε που μπορεί να είναι μέσα ο κυρ Γιάννης και θα τα προφτάσει του πατέρα και τότε κλάφτα Χαράλαμπε! Να συγκεντρώσω τη σκέψη μου και να του στείλω νοερό μήνυμα, να βγει στο παράθυρο, να με δει!»


         Έβαλε τα χέρια στους κροτάφους κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια.


 


        Ο Ορέστης ετοίμαζε τα πράγματά του. Θα ’φευγε με το τελευταίο λεωφορείο για το Μικροχώρι. Με το μυαλό γεμάτο έννοιες και τη σκηνή στο καφενείο να έρχεται ξανά και ξανά μπροστά του πλησίασε το παράθυρο κι άναψε τσιγάρο. Η πλατεία ήταν άδεια εκτός από τα ίδια  παιδιά που έκαναν πάλι φιγούρες με τα πατίνια τους. Και την Ευγενία! Που στεκόταν δίπλα στο περίπτερο ακίνητη, με τα μάτια κλειστά! Έμεινε να την κοιτάζει κατάπληκτος. Τι έκανε πάλι η μικρή Μάτα Χάρι;


         Η Ευγενία άνοιξε τα μάτια και κοίταξε απέναντι. Ο Ορέστης ήταν στο παράθυρο, εμβρόντητος! «Δεν το πιστεύω!» σκέφτηκε, συγκρατώντας με κόπο μια κραυγή θριάμβου. «Έπιασε το  κόλπο!» Έκανε μια αδιόρατη κίνηση με το χέρι και κατευθύνθηκε προς το πάρκο. Στο χτεσινό παγκάκι σταμάτησε.


         Ο Ορέστης την πλησίασε αναστατωμένος.


         «Τάξε μου!» του είπε με μάτια που έλαμπαν πριν προφτάσει να την ρωτήσει. «Σου ’χω νέα, τα καλύτερα!»


         Με ζωηρές χειρονομίες και γλαφυρές περιγραφές, διανθισμένες με το γνωστό καυστικό της χιούμορ, του εξιστόρησε όλο το σκηνικό που είχε παρακολουθήσει κρυφά από τη σκάλα. Την παρακολουθούσε σιωπηλός, συνοφρυωμένος.


         «Κι έτσι θα πάνε αύριο Θεσσαλονίκη να βρουν τον πατέρα Λεωνίδα. Πιστεύω πως τέλειωσαν τα βάσανά σας!» κατέληξε ενθουσιασμένη η μικρή. Πρόσεξε το ύφος του, απόρησε.


         «Τι έχεις εσύ;» τον ρώτησε. «Τέλειωσε σου λέω, ο παπάς είναι σπαθί, έχει μυαλό, όχι σαν τους δικούς μου τους βλαμμένους! Θα τους ρίξει ένα λούρτιμο που θα το θυμούνται για χρόνια! Να ’μουνα μύγα στο ταβάνι, να δω τα μούτρα του Στέφανου όταν θα του τα ψέλνει! Τα δικά σου  τα μούτρα όμως γιατί είναι σαν Επιτάφιος;» κατέληξε επιτιμητικά.


         Την κοίταξε προβληματισμένος. Σκεπτικιστής και φύσει επιφυλακτικός, είχε ανέκαθεν χαλαρές έως αδιάφορες σχέσεις με την εκκλησία και όχι την καλύτερη γνώμη για τους εκπροσώπους της – τουλάχιστον αυτούς που είχε γνωρίσει ως τώρα. Η σκέψη λοιπόν πως η ζωή κι ευτυχία, η δικιά του και της Χριστίνας, ήταν στα χέρια ενός ιερωμένου δεν τον ενθουσίαζε καθόλου, σε αντίθεση με την Ευγενία που θεωρούσε το θέμα λήξαν. Της είπε τις σκέψεις και τις αντιρρήσεις του.


         «Κάνεις λάθος» τον καθησύχασε. «Εκατό τα εκατό λάθος. Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους που ξέρεις, καθόλου μα καθόλου. Είναι, πώς να στο πω, εεε... φωτισμένος! Αυτό είναι! Φωτισμένος! Είναι έξυπνος, πολύ μορφωμένος και δίκαιος. Προ πάντων δίκαιος! Μην ανησυχείς λοιπόν. Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Ας είναι καλά η μάνα που τον σκέφτηκε!»


         Του χάιδεψε το χέρι τρυφερά.


         «Γύρισε στο χωριό, Ορέστη, και μη νοιάζεσαι. Όλα θα έλθουν κατ’ ευχήν. Μόνο ν’ αγαπάς τη Χριστίνα και να μου την προσέχεις, αυτό μόνο σου ζητάω». Βούρκωσε, σηκώθηκε να μην την καταλάβει.


         «Φεύγω τώρα, θα με ψάχνουν. Κι όπως είπαμε. Θα σε δω το Σάββατο εδώ, στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα, να σου πω τα μαντάτα. Και να θυμάσαι: την καλή σου νεράιδα τη λένε Λεωνίδα και φοράει ράσα!» Τον άφησε να χαμογελάει με το αστείο κι έφυγε τρέχοντας, όπως ήρθε.


          Στο Περβόλι η Χριστίνα είχε επιτέλους αποκοιμηθεί».    


 


 


Καλό σου ταξίδι, λατρεμένη μου Ευγενία... σ’ αγάπησα και μ’ αγάπησες  τόσο πολύ...


Δώσε στον πατέρα και στη μάνα την αγάπη μου, τώρα που θα είστε μαζί για πάντα...


Κάνε, για στερνή φορά, τον ταχυδρόμο της Χριστίνας και του Ορέστη - για χάρη μου τούτη τη φορά...


Ευγενία μου λατρεμένη... καλό σου ταξίδι...


   




 


 


 


 


 


 


1 σχόλιο: