Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015


Σ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ


«Σκέφτηκες άραγε ποτές σ’ ένα σταθμό, σ’ ένα εξπρές
πόσοι καημοί, πόσες χαρές, πόσες λαχτάρες»

«Εσύ μας έλειπες», μουρμούρισε  δύσθυμα η Αρετή στη Βίκυ Μοσχολιού κοιτάζοντας  το παγωμένο τοπίο που περνούσε έξω από το παράθυρό της.

Από το πρωί όλα πήγαιναν στραβά . Λες και το σύμπαν είχε συνωμοτήσει να εμποδίσει αυτό το ταξίδι στο χωριό που μεγάλωσε, κάπου στη μέση του θεσσαλικού κάμπου. Το σχεδίαζε καιρό, μη σου πω κανά εξάμηνο τώρα. Η αδελφή της όλο και της παραπονιόταν ότι δεν είχε αξιωθεί να πάει να δει τα επιτεύγματά της εδώ και τρία χρόνια, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να πάει να δοκιμάσει την τύχη της στην ιδιαίτερη πατρίδα της.

Παιδί της κρίσης η Αναστασία, είχε κορνιζώσει το μεταπτυχιακό της κάτω από το πτυχίο της γεωπονικής και για πέντε χρόνια υποαπασχολούνταν σε διάφορες άσχετες δουλειές ή έμενε άνεργη για μεγάλα διαστήματα να κοιτάζει μελαγχολικά τις κορνίζες - μέχρι που κάποια μέρα πήρε ανάποδες, τα μάζεψε και γύρισε στο μεγαλοχώρι της Θεσσαλίας, όπου έμενε ακόμη η μάνα τους. Κανόνισαν τα διαδικαστικά, πήρε στο όνομά της το οικογενειακό χτήμα των δέκα στρεμμάτων κι έπεσε με τα μούτρα στην εναλλακτική καλλιέργεια. Επέλεξε να φυτέψει στέβια -μια σοφή επιλογή, όπως αποδείχτηκε στη πορεία, μιας και ήδη από τον δεύτερο χρόνο είχε αρχίσει να βλέπει εντυπωσιακά αποτελέσματα και τις καταθέσεις της στην τράπεζα να ανεβαίνουν.

Αυτά τα όμορφα είχε αποφασίσει να πάει να δει η Αρετή - αλλά κάποιος κάπου εκεί έξω, στο άπειρο,  είχε μάλλον διαφορετική γνώμη και διασκέδαζε με το να της βάζει τρικλοποδιές.

 Ο πρώτος κακός οιωνός ήταν η άρνηση του αυτοκινήτου της να πάρει μπρος το πρωί - έτσι, στα καλά καθούμενα. «Από την παγωνιά θα είναι, θα χιονίσει όπου νά ’ναι», σκέφτηκε σφίγγοντας πάνω της το μπουφάν της. «Μπαταρία», απεφάνθη περισπούδαστα ο περιπτεράς, «ντίζα γκαζιού» ήταν η τελική διάγνωση της οδικής βοήθειας. Καθισμένη στα παγωμένα σκαλάκια της πολυκατοικίας έβλεπε περίλυπη το αμαξάκι της να απομακρύνεται πάνω στο γερανό και τα σχέδιά της να ναυαγούν άδοξα. «Το ΚΤΕΛ!», αναφώνησε ξαφνικά. «Υπάρχει και η συγκοινωνία, μην τρελαίνεσαι!» Έκανε σήμα στο ταξί που έστριβε εκείνη την ώρα στη γωνία, πήρε το βαλιτσάκι της και ξεκίνησε για τον σταθμό της Λιοσίων.

Φτάνοντας εκεί, ένιωσε σαν να βρισκόταν σε εμπόλεμη ζώνη. Κόσμος που έτρεχε πάνω κάτω, μπαγκάζια, παιδάκια που τσίριζαν, ηλικιωμένοι παραζαλισμένοι, μεγάφωνα που κάτι ούρλιαζαν αλλά κανείς δεν άκουγε ενώ οι πρώτες αραιές νιφάδες άρχισαν να πέφτουν από έναν μουντό ουρανό, καθισμένο πάνω στα κεφάλια τους θαρρείς. Σπρώχνοντας κατάφερε να φτάσει μέχρι το γκισέ και να ρωτήσει τον υπάλληλο πότε είχε δρομολόγιο για το χωριό της –για να εισπράξει  την απίστευτη απάντηση «δεν κινείται τίποτε, κοπέλα μου, έχει κλείσει ο δρόμος στη Μαλακάσα από το χιόνι και τον πάγο. Αύριο και βλέπουμε».

Αύριο; Τι αύριο, πώς αύριο; Εκείνη είχε ετοιμαστεί, είχε φτιάξει βαλίτσα, είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της, είχε ειδοποιήσει μάνα κι αδελφή. Δεν γινόταν αύριο, σήμερα έπρεπε να φύγει –και του το είπε. Αυτός την κοίταξε για μια στιγμή έτοιμος ν’ αρπαχτεί (εγώ φταίω που χιόνισε, μαντάμ;) αλλά κάτι στο βλέμμα της τον συγκράτησε, κάτι σαν ικεσία. «Γιατί δεν πάτε με το τρένο;» της πρότεινε. «Αυτό δεν καταλαβαίνει από χιόνια και πάγους».

Για πότε τον ευχαρίστησε, για πότε πήδηξε στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά της , για πότε βρέθηκε στο σταθμό Λαρίσης, ούτε και που το κατάλαβε. Τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα εδώ, λιγότερος ο κόσμος – τα τρένα δεν πάνε, βλέπεις, σε όλα τα μέρη που μπορεί να πάει το ΚΤΕΛ, άσε που μάλλον δεν είχαν σκεφτεί, ακόμα τουλάχιστον, αυτή την εναλλακτική οι παραλοϊσμένοι της Λιοσίων. Έβγαλε εισιτήριο, σωριάστηκε εξουθενωμένη σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο χωρίς καλά καλά να πιστεύει ότι έφευγε τελικά  (ακόμη κι όταν το τρένο άρχισε βαριεστημένα να κυλά στις ράγες) κι έβαλε τα ακουστικά του κινητού στ’ αυτιά της.

«Σκέφτηκες άραγε ποτές όλες αυτές τις διαδρομές
σε ποιο σταθμό ήσουνα χθες σε ποιο βαγόνι»

Το τράνταγμα του τρένου την ταρακούνησε πάνω που είχε αρχίσει να γλαρώνει. Κοίταξε αλαφιασμένη έξω. Τι έγινε πάλι; Τράκαραν, εκτροχιάστηκαν, τι; Χριστέ μου, δεν θα έφτανε ποτέ στο χωριό της; Η φωτεινή πινακίδα «ΟΙΝΟΗ» την καθησύχασε κάπως -τουλάχιστον ήταν σε σταθμό. Πάνω που ετοιμαζόταν να σηκωθεί να πάει να δει τι συμβαίνει, μπήκε μέσα ο σταθμάρχης εξηγώντας απολογητικά στους επιβάτες ότι μια κολόνα της ΔΕΗ είχε πέσει πάνω στις γραμμές και θα είχαν μια μικρή (πόσο μικρή, έλεος...) καθυστέρηση μέχρι να την απομακρύνουν.

Ξανασωριάστηκε στη θέση της απελπισμένη. Κούραση, ένταση, αγωνία -πόσο πια να αντέξει. Να περνούσε και να μην ξανάρχονταν αυτή η μέρα... να γινόταν να σπρώξει το χρόνο, να φύγουν οι ώρες, να δραπετεύσει από τούτη την ταλαιπωρία, να διαγράψει το ενοχλητικό παρόν. Ένιωσε τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της και κόλλησε το πρόσωπο στο παράθυρο – μη γίνουμε και εντελώς ρεζίλι στους υπόλοιπους, εξ ίσου απογοητευμένους και αγανακτισμένους επιβάτες. Έμεινε για λίγο με το μέτωπο ακουμπισμένο στο παγωμένο τζάμι ενώ η ανάσα της θάμπωνε την λεία του επιφάνεια. Άρχισε αφηρημένη να ζωγραφίζει σχέδια με το δάχτυλο πάνω στη θαμπάδα -έναν μαίανδρο, μια σπείρα, έναν ήλιο.

Στον ήλιο στάθηκε. Μια αλλόκοτη σκέψη άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό της. Σκέφτηκε ότι σε έξι (ας πούμε) μήνες από τώρα, εκείνη θα ήταν σε κάποια παραλία με το ήλιο πάνωθέ της και τις αναμνήσεις από τούτη την ταλαιπωρία να έχουν ξεθωριάσει, να έχουν σβηστεί. Προς τι λοιπόν όλη αυτή η αναστάτωση; Και γιατί να θέλει να σπρώξει τον χρόνο να φύγει; Μήπως και θα τις ξαναζούσε ποτέ αυτές τις στιγμές, τις έστω δύσκολες; Όπως και νά ’χει, δικές της ήταν, κομμάτι της ζωής της κι ας ήταν ανάποδες –κι όταν έφευγαν, δεν θα γυρνούσαν ποτέ ξανά. Στο κάτω κάτω της γραφής και τα ζόρικα έχουν την αξία τους -αλλιώς, πώς θα εκτιμούσαμε τα όμορφα; Με τη διάθεση εντελώς αλλαγμένη  σχημάτισε τον αριθμό της αδελφής της στο κινητό.

«Σ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ που τρέχει πάνω στη ζωή
κι όλο μαζεύει η γραμμή όλο τελειώνει»

επέμενε η Μοσχολιού - μα την Αρετή δεν την ένοιαζε πια!

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου