Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Σαντίγια   (κεφάλαιο 2ο)

Η Στέλλα σηκώθηκε με βαρύ κεφάλι. Μια διάχυτη θολούρα σαν ομίχλη τύλιγε το μυαλό και τα μάτια της. Δεν θυμόταν αν είχε κοιμηθεί μετά τον εφιάλτη, είχε χάσει την αίσθηση ύπνου και ξύπνιου, σαν και όλη τη νύχτα να παράπαιε ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο καταστάσεις και να έγερνε πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά. Παραπατώντας, στ’ αλήθεια τώρα, πήγε μέχρι την κουζίνα κι έφτιαξε έναν καφέ βαρύ, σκέτο. Η εικόνα της μικρής δεν έλεγε να φύγει λεπτό από τη σκέψη της, την έβλεπε με εκπληκτική ενάργεια όπου και να γύριζε τη ματιά της. Μέχρι και μέσα στην κούπα του καφέ σαν να της φάνηκε πως είδε εκείνα τα σοβαρά σκούρα μάτια να την καρφώνουν και τα σκουλαρίκια να λαμπυρίζουν φευγαλέα.

Όπως κάθε μέρα κατέβηκε στην παραλία με τα πόδια και πήρε το τραμ για Γλυφάδα. Λιγοστοί οι επιβάτες στα δυο βαγόνια που σέρνονταν αργά πάνω στις ράγες - τόσο αργά, που έφευγε από το σπίτι της  μισή ώρα νωρίτερα αφ’ ότου είχε αποφασίσει να το χρησιμοποιεί αντί για το αμάξι της. Δεν την πείραζε όμως, έτσι κι αλλιώς ο ύπνος της ήταν λιγοστός τον τελευταίο κάμποσο καιρό και το ξύπνημά της πολύ πρωινό, πριν φέξει καλά καλά - άσε που τούτο το καθημερινό μισάωρο στο αργόσυρτο τραμ της έδινε την ευκαιρία να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της καθώς χάζευε αφηρημένη την άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε ανταριασμένη θάλασσα.

Στο ύψος του Ελληνικού γύρισε τη ματιά της προς το παλιό αεροδρόμιο. Μπροστά στο μισοερειπωμένο κτίριο που ακόμη είχε πάνω του τα γράμματα «OLYMPIC 2001» ξεθωριασμένα, θλιβερό απομεινάρι περασμένων μεγαλείων, είδε τα απλωμένα στον φράχτη ρούχα των προσφύγων και τις πολύχρωμες σκηνές τους. Σαν να της φάνηκε πως ήταν περισσότερες από χτες, που ήταν πιο πολλές από προχτές. Κάποια πιτσιρίκια είχαν γαντζώσει τα δάχτυλά τους στα σύρματα και χάζευαν το τραμ ενώ κάποια άλλα ανέμισαν τα χέρια τους σε χαιρετισμό χαχανίζοντας. Τα αντιχαιρέτησε κι εκείνη κινώντας ελαφρά τα δάχτυλα που ακουμπούσαν στο παράθυρο.

Η υπόλοιπη μέρα, όπως και κάθε άλλη, πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Όρθια πίσω από τον πάγκο του φαρμακείου της, άλλοτε εξυπηρετώντας πελάτες κι άλλοτε χαμένη μέσα σε παραγγελίες και συνταγές, ξεχνούσε μέχρι και να φάει πολλές φορές. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν κατεβασε τα βαριά ρολά, καληνύχτισε την Ελένη, την υπάλληλό της, κι έσυρε το κουρασμένο της βήμα προς τη στάση του τραμ. Μπήκε στο σπίτι της, έβαλε ένα ποτό και βγήκε στη βεράντα να χαλαρώσει από την ένταση της μέρας. Άναψε ένα κερί να μαλακώσει τις σκιές από τα φυτά που οργίαζαν τριγύρω, βούλιαξε στα μαξιλάρια της πολυθρόνας, σήκωσε το ποτήρι της χαιρετίζοντας νοερά την κόρη της που σπούδαζε στην Αγγλία κι αφέθηκ στη μαγεία του Σαρωνικού, που απλώνονταν στα πόδια της έξι ορόφους πιο κάτω.

Και τότε την είδε. Την μικρούλα της νύχτας. Στεκόταν δίπλα στον μεγάλο φίκο της γωνίας και την παρατηρούσε με το ίδιο σοβαρό βλέμμα και κρατώντας το ίδιο ταλαιπωρημένο λούτρινο παιχνίδι στο χέρι. Η Στέλλα έφερε την παλάμη στο στόμα για να πνίξει την κραυγή που ανέβηκε από το στήθος της - όχι για να μην την ακούσει κανείς αλλά για να μην τρομάξει το όραμα και φύγει.


Έπρεπε οπωσδήποτε να της μιλήσει απόψε.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου