Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Σαντίγια  (κεφάλαιο 1ο)

Είχε την αόριστη αίσθηση ότι κάποιος την κοιτάζει. Την παρακολουθεί. Με σφαλιστά τα μάτια γύρισε πλευρό και προσπάθησε να διώξει αυτήν την αίσθηση πριν εκείνη της διώξει εντελώς τον ύπνο. Μάταια. Ανακάθισε, κοίταξε γύρω. Τη γνώριμη εικόνα του δωματίου της φώτιζε αμυδρά η αδύναμη λάμψη από τα  φώτα του δρόμου, που έμπαινε απρόσκλητη από τη σπασμένη γρίλια στο παράθυρό της. Γύρισε το βλέμμα, δεν διέκρινε κάτι στις σκοτεινές γωνιές του δωματίου. «Ιδέα μου», σκέφτηκε, «φταίει όλο αυτό που βλέπω και ζω τον τελευταίο καιρό». Έκανε να γυρίσει πλευρό - και τότε την είδε.

Στεκόταν ακίνητη κοντά στην πόρτα. Ανέκφραστη. Παράταιρα και τρομακτικά ανέκφραστη για κοριτσάκι 3-4 χρονών, τόσο την έκανε περίπου. Δυο τεράστια σκούρα μάτια θαρρείς και καταλάμβαναν όλο της το πρόσωπο. Σοβαρά, χωρίς εκείνη την σκανταλιάρικη λάμψη που έχουνα τα παιδικά μάτια, τη κάρφωναν με ένα βλέμμα ανεξιχνίαστο. Μαλλιά που φάνταζαν άσπρα μέσα στο μισοσκόταδο, δεν ξεχώριζε αν ήταν ξανθά ή σκούρα μιας κι ήταν καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα κάποιου υλικού - στάχτη; σκόνη; Και τα δυο μαζί, συνειδητοποίησε έντρομη. Τα ρουχαλάκια της κρέμοντας σε κουρέλια αφήνοντας μέσα από τις τρύπες τους να φαίνεται ένα λιπόσαρκο παιδικό κορμάκι γεμάτο μώλωπες. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα εξ ίσου κουρελιασμένο λούτρινο κουκλάκι απροσδιορίστου ταυτότητας - αρκουδάκι; μαϊμουδάκι; - χωρίς πρόσωπο, ήταν καψαλισμένο από φωτιά και μαυρισμένο.

Το κοριτσάκι τίναξε το κεφάλι και νιφάδες στάχτης σκόρπισαν από τα μαλλιά του στο πάτωμα. Στα αυτιά της λαμπύρισαν κάτι σαν σκουλαρίκια. Σαν μικρές πεταλούδες, έτσι της φάνηκε. Η Στέλλα έκανε να απλώσει το χέρι της αλλά η εικόνα της μικρής πήρε αμέσως να ξεθωριάζει. Το μάζεψε. Είδε το μυστηριώδες πλάσμα να κινεί τα χείλη του - δεν ακούστηκε κανένας ήχος. «Ποια είσαι; Πώς σε λένε;» τη ρώτησε - μα κι από τα δικά της χείλη κανένας ήχος δεν βγήκε. Αλαφιάστηκε, κουβαριάστηκε στη γωνιά του κρεβατιού και συνέχισε να παρακολουθεί το κοριτσάκι, που την κοιτούσε πάντα έντονα. Ανατρίχιασε. Την κοίταζε κι αυτή ανήμπορη να κουνήσει τα μέλη της, να βάλει το μυαλό της να δουλέψει, να καταλάβει.

Κι όπως κοιτάζονταν ακίνητες, είδε μια λεπτή κόκκινη γραμμή να ξεκινά από τη γωνία του στόματος της μικρούλας. Την επόμενη στιγμή παρόμοια κόκκινες σταγόνες λαμπύρισαν στις κόχες των ματιών της και κύλισαν στο σκονισμένο πρόσωπο χαράζοντας αιμάτινα αυλάκια στα παιδικά μάγουλα. Το κοριτσάκι στεκόταν πάντα ακίνητο καθώς το κόκκινο απλωνόταν παντού - στο πρόσωπο, στα ρούχα του, στο λούτρινο παιχνίδι. Το αιμάτινο ρυάκι κύλησε στο πάτωμα και,  εντελώς παράλογα, η Στέλλα μπορούσε να το βλέπει μέσα στο σκοτάδι να μεγαλώνει, να φουσκώνει και να χυμά προς το μέρος της να την πνίξει.  Άρχισε να ουρλιάζει έντρομη κι ήταν το ίδιο της το ουρλιαχτό που την ξύπνησε. Άναψε το φως κάθιδρη και κοίταξε πανικόβλητη τριγύρω.

Η οπτασία είχε χαθεί.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου