Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Σαντίγια   (κεφάλαιο 3ο)

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου θρυμμάτισε τη σιγαλιά της νύχτας και την έκανε να αναπηδήσει αλαφιασμένη. Όχι τόσο γιατί ξαφνιάστηκε όσο γιατί είδε την εικόνα της μικρής να ξεθωριάζει πάλι, να γίνεται ένα αχνό περίγραμμα και τα φύλλα του φίκου πίσω της να διαγράφονται σκοτεινά. Κοίταξε την οθόνη, ήταν η κόρη της από Λονδίνο. Χωρίς να το σκεφτεί καν απέρριψε την κλήση κι έκλεισε το κινητό. Τη Λυδία θα την έπαιρνε αργότερα εκείνη. Τώρα προείχε να μη χαθεί η οπτασία. Την είδε με ανακούφιση να εμφανίζεται και πάλι, είδε τις λεπτομέρειες που ήξερε πλέον καλά - τα σκισμένα ρουχαλάκια, τα σκουλαρίκια στα μικροκαμωμένα αυτιά, το ντελικάτο χεράκι που σήκωνε εκείνη τη στιγμή το αρκουδάκι σαν σε χαιρετισμό. «Πρέπει οπωσδήποτε να της μιλήσω απόψε», ξανασκέφτηκε η Στέλλα.

Την επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο αλλόκοτο ήταν αυτό που της συνέβαινε και πόσο παράλογα δούλευε το μυαλό της. Να μιλήσει σε ποιον; Σε ένα πλάσμα της φαντασίας της; Που δεν υπήρχε καν; Και τι να της πει, σε ποια γλώσσα; Από πού ήταν η μικρούλα, πώς να επικοινωνήσει;
«Τό ’χεις χάσει τελείως μου φαίνεται», είπε στον εαυτό της, προσπαθώντας να βάλει τη λογική της να δουλέψει. «Αυτό είναι το πρόβλημά σου, η γλώσσα - λες κι όλα τα άλλα είναι εντάξει, η μικρή υπάρχει κι εσύ θέλεις να πιάσεις κουβέντα με ένα φάντασμα, ένα αποκύημα της φαντασίας σου». Μα το κοριτσάκι εξακολουθούσε να στέκεται δίπλα στην μεγάλη γλάστρα και να της τείνει το λούτρινο παιχνίδι - ήταν εκεί, δεν της είχε σαλέψει, την έβλεπε καθαρά.

«Ποια είσαι; Πώς σε λένε;» τη ρώτησε ψιθυριστά με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. Για μεγάλη της έκπληξη η μικρούλα της χαμογέλασε κι εκείνη, ή έτσι της φάνηκε - πως άφησε το σοβαρό, σχεδόν σκυθρωπό, ύφος της κι ένα χαμόγελο γλύκανε το μουτράκι της. Η Στέλλα αναθάρρησε. Φανταστικό ή όχι, εκείνη θα επέμενε να πιάσει συζήτηση με το όραμα. Εξ άλλου δεν είχε να ανησυχεί μήπως και την πάρει είδηση κανείς να μιλά μόνη της, κάτι που της είχε γίνει συνήθεια σχεδόν από τότε που έφυγε η κόρη της - το διαμέρισμά της έπιανε όλον τον όροφο κι έτσι δεν υπήρχαν γείτονες να την κατασκοπεύουν.

«Πώς σε λένε;», ξαναρώτησε μαλακά. Είδε τα χείλη της μικρής να κινούνται και να σχηματίζουν μια λέξη. «Κατάλαβε τι ρώτησα», σκέφτηκε με δέος. Προσπάθησε με αγωνία να ακούσει αλλά κανείς ήχος δεν έφτασε στ’ αυτιά της. Η μικρή, λες και το κατάλαβε, ξανασχημάτισε την ίδια λέξη το ίδιο άηχα.  Η Στέλλα παρακολουθησε με πυρετική ένταση το σχήμα των χειλιών της καθώς σχημάτιζε τα φωνήεντα - «α...ι...α...». Τι να σήμαινε. «Μαρία;» ήταν το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό και της το είπε. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και επανέλαβε το όνομά της. «Νάντια; Άρια;» μα η αντίδραση της μικρούλας εξακολουθούσε να είναι αρνητική. Άρχισε να αραδιάζει ονόματα χωρίς επιτυχία. Απογοητεύτηκε, είδε την απογοήτευση και στα μάτια του κοριτσιού.

«Θα σε λέω Μαρία μέχρι να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, ΟΚ;», της είπε, θεωρώντας εντελώς φυσιολογική πλέον τη συνομιλία της με ένα φάντασμα, με ένα πλάσμα της φαντασίας της - ή μήπως όχι; Ή μήπως ζούσε μια πρωτόγνωρη, ανεξήγητη και γοητευτική εμπειρία; Ήταν τόσο ζωντανή και η μικρούλα και η συζήτηση, δεν κοιμόταν, δεν ονειρευόταν, άκουγε τα αυτοκίνητα να τρέχουν στην παραλιακή, μύριζε τη γαρδένια στην άλλη άκρη της βεράντας, έβλεπε το φεγγάρι να ανεβαίνει στον ουρανό.

Και ταυτόχρονα έβλεπε τη «Μαρία» και μιλούσε μαζί της.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου