Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Τον έβλεπε να προχωρά μπροστά και προσπαθούσε να βάλει σε τάξη κάποιες περίεργες σκέψεις που είχαν αρχίσει από ώρα να στριφογυρίζουν στο μυαλό της. Τα μαλλιά του, καστανά και μακριά ως τους ώμους, το σώμα του, γεροδεμένο μέσα στο φανελένιο πουκάμισο και το τζιν παντελόνι, το γρήγορο, σταθερό του βάδισμα, όλα της φαίνονταν αλλιώτικα, καινούργια. Ένιωθε μια περίεργη αίσθηση, σαν κι η καρδιά της να έχανε χτύπους. Δεν είμαστε με τα καλά μας, σκέφτηκε θυμωμένη με τον εαυτό της. Ο Μάνος είναι, ο ξάδερφος, remember; Κι όμως! Η αίσθηση ήταν πάντα εκεί, ένα μούδιασμα που απλώνονταν σ’ όλο της το σώμα και της έλυνε τα γόνατα.
Αυτό έφταιγε; Τα λυμένα της γόνατα; Η πέτρα που ξεφύτρωσε ξαφνικά από το πουθενά στη μέση του μονοπατιού και δεν την είδε; Το σίγουρο είναι πως βρέθηκε ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά κάτω, με τον Μάνο, που προπορευόταν πέντε-έξι μέτρα, να γυρνάει πίσω ξαφνιασμένος.
«Τι έπαθες, μικρό;» τη ρώτησε ανήσυχος καθώς την βοηθούσε να σηκωθεί. «Είσαι καλά; Χτύπησες;»
Το άγγιγμα των χεριών του έκανε χειρότερα τα πράγματα. Εκτός από το χτυποκάρδι, τώρα της κόπηκε και η ανάσα. Έβαλε τα γέλια για να κρύψει την ταραχή της.
«Καλά είμαι, δεν έχω τίποτε», είπε τινάζοντας τα χώματα από πάνω της. «Η πέτρα φταίει, να τη μαλώσεις!» του είπε χαμογελώντας. Και η βλακεία σου Κλειώ, συμπλήρωσε μέσα της, ακόμη ταραγμένη - κι έξαλλη με τον εαυτό της  ακριβώς γι αυτό. «Πάμε;»
«Εν τάξει, μόνο που θα πηγαίνεις εσύ μπροστά, να σε προσέχω, ανισόρροπο!» της αντιγύρισε το χαμόγελο.
Η Κλειώ συμφώνησε. Άκουγε τα βήματά του να την ακολουθούν, την ανάσα του να την αγγίζει, ένιωθε τη ματιά του πάνω της κι η αναστάτωσή της μεγάλωνε. Ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε, πρέπει να είχε γίνει κατακόκκινη. Πάλι καλά που δεν βλέπει τη φάτσα μου, σκέφτηκε, να γίνω εντελώς ρεζίλι και να μην έχω τι να του πω. Και μήπως ξέρω; Άλλο πάλι και τούτο σήμερα!
Μα ο Μάνος δεν πρόσεξε την αναστάτωσή της, δεν την είχε υποψιαστεί καν. Τον απασχολούσε η δικιά του φουρτούνα.
Την κοίταζε που προχωρούσε μπροστά του. Τα ξανθά μαλλιά πλεγμένα σε χοντρή κοτσίδα που κατέβαινε ως τη μέση της σχεδόν. Το σφιχτό, νεανικό σώμα που λες κι ασφυκτιούσε μέσα στο στενό τζιν και το μακό μπλουζάκι. Τα γυμνά, στρογγυλά μπράτσα που ανέμιζαν στον αέρα καθώς προσπαθούσε να παραμερίσει τους θάμνους. Είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα η μικρή του Κλειώ, σκέφτηκε. Μια δεκαπεντάχρονη πρόκληση που δεν είχε καν, όπως φαινόταν τουλάχιστον, επίγνωση της αναστάτωσης που προκαλούσε στους άντρες γύρω της.
Εκείνος όμως είχε. Πλήρη επίγνωση. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε σταμάτησε να τη βλέπει σαν παιδί, σαν την μικρή του αδελφή. Πότε άρχισε να τη βλέπει αλλιώτικα, σαν γυναίκα. Δεν μπορούσε να το εντοπίσει χρονικά. Είχε γίνει σιγά-σιγά, σταδιακά. Μέχρι που κάποια στιγμή, πρόσφατα, συνειδητοποίησε με τρόμο ότι την αγαπούσε. Όχι σαν αδελφή, καθόλου. Ήταν ερωτευμένος μαζί της κι η αποκάλυψη αυτή τον αναστάτωσε. Δεν γινόταν, δεν μπορούσε να αισθάνεται έτσι. Ένιωθε να την προδίδει, να είναι ανάξιος της εμπιστοσύνης που του έδειχνε.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου