Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Το ρύζι

            Στεκόταν πίσω πίσω, κοντά στην είσοδο της εκκλησίας, για να παίρνει αέρα. Της έλειπε ο αέρας. Λες και τον είχε ρουφήξει ξαφνικά μια αόρατη τεράστια μαύρη τρύπα.  Από στιγμή σε στιγμή θα λιποθυμούσε, τό ’βλεπε...
            Έριξε μια ματιά γύρω της. Γελαστά πρόσωπα, χαχανητά, ανόητα κουτσομπολιά -όλα τα είχε αυτός ο γάμος. «Ακόμη και μια πρώην», χαμογέλασε πικρά μόνη της. Μόνη της -όπως είχε έρθει μόνη, όπως είχε ζήσει τα  τελευταία  χρόνια μόνη.
            Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να δει το ευτυχές ζεύγος. Ο κουμπάρος άλλαζε τα στέφανα. Η νύφη είχε ένα χαμόγελο θριάμβου κι ο άντρας της  μια αποβλακωμένη έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο. Ο πρώην άντρας της -δεν έπρεπε να το ξεχνά αυτό... Φρόντιζε εξ άλλου να της το θυμίζει κάθε τόσο η κόρη τους, που δεν έπαψε ποτέ να κατηγορεί τον πατέρα της για «εγκατάλειψη εστίας».
            «Παράξενο, αλήθεια», σκέφτηκε για μια ακόμη φορά. «Συνήθως οι κόρες τα βρίσκουν σε κάτι τέτοια με τους πατεράδες. Θες το οιδιπόδειο, θες η βουβή αντιζηλία με τη μάνα, θες οι μοντέρνες ιδέες και απόψεις -πάντως τα βρίσκουν».
            Η δικιά τους όχι. Στα δεκάξι της ήταν πολύ ευάλωτη και πολύ απόλυτη για να δεχτεί ένα διαζύγιο των γονιών της –πόσο μάλλον όταν αιτία ήταν η νεαρή γραμματέας του πατέρα της, που είχε βάλει από την αρχή στόχο τον πετυχημένο δικηγόρο με το μεγάλο όνομα. «Και το ακόμη μεγαλύτερο πορτοφόλι», ωρύονταν η μικρή. «Το τσουλάκι...»
            Μάταια προσπάθησε να την μαλακώσει. Η ίδια προτιμούσε να βγει ήσυχα από τη σχέση αυτή, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Κάπου είχε κουραστεί, κάπου της είχε τελειώσει κι εκείνης, δεν το είχε ξεκαθαρίσει καλά.  «Συμβαίνουν αυτά», της έλεγε, «μην είσαι τόσο κάθετη». Για να εισπράξει μια ακόμη οργισμένη ματιά και μια ακόμη περιφρονητική δήλωση του τύπου «είσαι και πολύ μεγάλο κορόιδο και θύμα, ρε μάνα...»     
            Όταν ήρθε το προσκλητήριο του γάμου, τα ’χασε. Είπαμε, μοντέρνα και ψύχραιμη -αλλά όχι κι έτσι. Αυτό παραήταν θράσος, να την καλεί στο γάμο του με το «τσουλάκι». «Για να σε ξεφτιλίσει το κάνει, το καθίκι,  αυτή  τον έβαλε», ούρλιαζε η μικρή.  «Εννοείται ότι δεν θα πας». «Εννοείται», της απάντησε.
            Εννοείται πως πήγε. «Είσαι μαζόχα», την κατακεραύνωσε η κόρη της όταν την είδε να ετοιμάζεται. «Είσαι hopeless περίπτωση, άξια της μοίρας σου. Εμένα ξέχνα με, ούτε να τολμήσεις να το σκεφτείς». Έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω της.
             Μπορεί. Μπορεί να της άρεσε να παιδεύεται... να σκαλίζει μια πληγή που δεν περίμενε πως θα αιμορραγούσε ακόμη. Σαν τη γλώσσα που πηγαίνει άθελα στο πονεμένο δόντι.
             Και τώρα στεκόταν πίσω πίσω, κοντά στην είσοδο της εκκλησίας, για να παίρνει αέρα. Της έλειπε ο αέρας...
            Γιατί είχε έρθει, αλήθεια; 
            «Τον αγαπάς ακόμα, ηλίθια...» συνειδητοποίησε ξαφνικά. «Τον αγαπάς, γι αυτό ήρθες. Γιατί ήθελες να το δεις με τα μάτια σου... να το χωνέψεις, να το πάρεις απόφαση. Γιατί σ’ αρέσει να βασανίζεσαι, καλά σε λέει θύμα η κόρη σου. Μεγάλο σου λάθος που ήρθες, παραδέξου το. Κάτσε τώρα να το υποστείς όλο αυτό, μέχρι τέλους... και γέλα κι από πάνω, παλιάτσο...»
             Το χαμογελαστό κοριτσάκι με το ανθισμένο στεφανάκι στα μαλλιά της έτεινε ένα σακκουλάκι. Το πήρε μηχανικά. Ρύζι... Άκουσε τον παπά να ψέλνει τον «Ησαΐα» κι ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Έριξε μια ματιά γύρω της, κανείς δεν την πρόσεχε, όλοι πετούσαν ρύζια στους νιόνυμφους και γελούσαν. Άνοιξε το σακκουλάκι κι άρχισε κι εκείνη να το πετάει.
            Στο πάτωμα... σπυρί σπυρί... πάνω στις γόβες της...
            Ανακατεμένο με αλμυρές στάλες...



           


1 σχόλιο:

  1. Απίστευτη δύναμη μιας σκηνής από συναισθηματικής άποψης. Σαν αναγνώστης είμαι με το μέρος της κόρης: «Είσαι hopeless περίπτωση, άξια της μοίρας σου. Εμένα ξέχνα με, ούτε να τολμήσεις να το σκεφτείς»
    Σαν άνδρας όμως ντρέπομαι, που ένας του ίδιου φύλου με μένα, υπέβαλε σε ένα τέτοιο ψυχολογικό μαρτύριο την μάνα του παιδιού του. Την πρώην σύζυγό του. Την τέως αγαπημένη του. Από την άλλη όμως...κι αν εκείνος την αγαπάει ακόμη και ήθελε να της το δείξει με αυτόν τον άτσαλο, άγαρμπο τρόπο; Μήπως λέω. Η ψυχή ημών του ισχυρού -ας γελάσω εδώ- φύλου έχει και παιδιάστικες αντιδράσεις.
    Όπως και να χει όμως το ρύζι που έπεφτε στο πάτωμα ...«Ανακατεμένο με αλμυρές στάλες...» κλείνει το θαυμάσιο αυτό μικρό διήγημα με υποδειγματικά "σιωπηρό" αλλά δραματικό τρόπο. Ίσως πάντως τα δάκρυα αυτό να είναι και λυτρωτικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή