Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Δεν δυσκολεύτηκε να τον εντοπίσει. Ήταν ακόμη εκεί, δίπλα στο δέντρο, μια σκιά μόνη στον κρύο και μισοσκότεινο κήπο της εκκλησίας. Ο Ορέστης Πετρίτης άναψε τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς το μέρος του αργά, σαν να έκανε περίπατο. Πλησίασε.
«Καλησπέρα».
Ο άλλος έμεινε σιωπηλός, με πρόσωπο αθέατο στο σκοτάδι. Ο Ορέστης έκανε πως δεν είδε το μπουκάλι στα χέρια του.
«Φίλος της οικογένειας να υποθέσω; Ή απλά περαστικός;»
Και πάλι δεν πήρε απάντηση. Έσβησε το τσιγάρο, σταύρωσε  τα χέρια του μπροστά στο στήθος και πλησίασε ακόμη πιο κοντά. Η μυρωδιά του ποτού έφτασε έντονα στα ρουθούνια του. Παραείναι πιωμένος, σκέφτηκε.
«Αισθάνεστε καλά;» επέμεινε. «Μήπως μπορώ να κάνω κάτι για σας;»
«Τι ζητάς ρε φίλε;» αντέδρασε επί τέλους ο Στράτος. «Εγώ σε ενόχλησα; Εσύ γιατί με ενοχλείς; Άσε με στην ησυχία μου...»
«Καλησπέρα σού είπα... φίλε. Δεν σε έβρισα. Εσύ γιατί αρπάζεσαι;»
«Ώχου αδερφέ μου! Κουβέντα θ’ ανοίξουμε; Άσε με να χαρείς – άντε μην έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις;»
Ο Ορέστης ένιωσε να τσιτώνεται. Μια μικρή αρτηρία άρχισε να πάλλεται στον κρόταφό του και μια ρυτίδα βάθυνε ανάμεσα στα φρύδια του. Ωστόσο συγκράτησε την οργή που ανέβασε το αίμα στο κεφάλι του και προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του.
«Και βέβαια έχω. Να πάω μέσα στην εκκλησία και να παρακολουθήσω το μυστήριο».
«Και γιατί δεν το κάνεις;» συνέχισε εριστικά ο άλλος.
«Γιατί προτιμώ να παρακολουθώ εσένα... Στράτο! Να μην κάνεις καμιά βλακεία» αποφάσισε να σταματήσει το κρυφτούλι ο Ορέστης.
Ο Στράτος έμεινε άναυδος να τον κοιτάζει. Στιγμές γεμάτες ένταση, με τους  δυο άντρες να αναμετριώνται με το βλέμα. Ήταν ο Ορέστης που έσπασε την σιωπή.
«Συνεννοηθήκαμε;»
«Πού... πού με ξέρεις;» απάντησε ο άλλος τραυλίζοντας, λίγο από το ποτό, λίγο από την έκπληξη. «Γνωριζόμαστε;»
«Όχι ακριβώς. Εγώ σε ξέρω. Ή, μάλλον, ξέρω για σένα... και γιατί είσαι εδώ».
«Μπα! Δεν μας λες και μας τι ξέρεις κύριε... κύριε...» ξαναβρήκε την μεθυσμένη εριστικότητά του ο Στράτος.
«Δεν είναι ώρα για συστάσεις. Άκουσε με, και άκου καλά. Θα κάνεις μεταβολή ήσυχα κι ωραία και θα φύγεις από δω αυτή τη στιγμή χωρίς φασαρίες και χωρίς να με αναγκάσεις να το κάνω εγώ. Και για να μην έχεις απορίες, ξέρω και για σένα και για την Θάλεια και πως είσαι τύφλα στο μεθύσι. Γι αυτό σου λέω, καλύτερα να πηγαίνεις πριν βγει ο κόσμος από την εκκλησία».
«Δεν πάω πουθενά! Και δεν μπορείς να με αναγκάσεις, ούτε συ ούτε κανένας. Θέλω να τη δω, να της μιλήσω, να τη ρωτήσω πώς μπόρεσε και το έκανε αυτό, γιατί το έκανε. Αφού εμένα αγαπάει, γιατί πήρε τον άλλον; Ε; Μου λες γιατί;»
«Θα φύγεις με το καλό ή θα με αναγκάσεις να αλλάξω τακτική;» ρώτησε ο Ορέστης αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του. «Η Θάλεια έκανε την επιλογή της κι οφείλεις να τη σεβαστείς. Το κατάλαβες αυτό ή να στο κάνω πιο λιανά;»
 «Μπα; Πουλάμε και ζοριλίκι τώρα; Δε φεύγω, κύριος, πώς το λένε! Θέλω να ευχηθώ βίον ανθόσπαρτον στο ευτυχές ζεύγος, το καταλαβαίνεις;»
Ο Ορέστης αποφάσισε να τελειώνει μ’ αυτή τη φαρσοκωμωδία. Εξ άλλου φοβόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα τέλειωνε ο παπάς το κήρυγμα και θα άρχιζε ο κόσμος να βγαίνει κι ο Στράτος έπρεπε να έχει φύγει ως τότε.

«Λοιπόν», του είπε πιάνοντάς τον από το μπράτσο. «Κάνε μεταβολή και εξαφανίσου πριν σε πάω σηκωτό και σε πετάξω στη Μπαρμπούτα».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου