Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Κάθε απόγευμα, με το που έπιανε να δροσίζει λιγάκι, οι εφτά γυναίκες της αυλής (μαζί με την Ουρανία) έφερναν τις καρέκλες τους κάτω από το πεύκο κι έπιαναν το εργόχειρο και την κουβέντα. Όλα τα νέα της γειτονιάς και της πόλης ολόκληρης σχολιάζονταν και αναλύονταν εκεί. «Πρακτορείο Ρώυτερ!» τις κορόιδευαν οι άντρες τους. Μα εκείνες δεν τους έδιναν σημασία. Τα στόματα έπαιρναν φωτιά, το ίδιο και τα χέρια. Πλέξιμο, κέντημα. Με τη Χριστίνα να γκρινιάζει που «τα μανίκια στο πουλόβερ της Λίνας θέλουν περισσότερο χρόνο από το ίδιο το πουλόβερ! Χέρια έχει αυτό το παιδί μου ή κουπιά;» μονολογούσε φουρκισμένη. Με την Αφρούλα να παρατάει κάθε τόσο το κέντημα για να βάλει τις φωνές στα αγόρια της, τα πιο ατίθασα και ζωηρά όλου του μαχαλά. Με την Ουρανία να πλέκει πυρετωδώς για να τελειώσει τις ζακέτες για τις κόρες της – τρεις τις είχε, ζωή να ’χουν! 
Όμως η φίλη τους  δεν ήταν μαζί τους απόψε.
Οι γυναίκες ξανακοίταξαν το αυτοκίνητο κι ύστερα  κοιτάχτηκαν αμίλητες. Ήξεραν. Είχαν ζήσει από κοντά το δράμα της Ουρανίας. Τις άγρυπνες νύχτες της, όταν σηκώνονταν το πρωί με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα και την αϋπνία. Τις ατέλειωτες ώρες πάνω στον τάφο του άντρα της, να τον ρωτά απελπισμένη τι να κάνει κι απάντηση να μην παίρνει. Τις αμέτρητες ώρες μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς της Κυριώτισσας, να την παρακαλά να την συμβουλέψει, να της δώσει ένα σημάδι. Μάνα ήταν κι Εκείνη και την καταλάβαινε, είχε ζήσει κι Εκείνη έναν άλλο Γολγοθά. Πονούσε, κι οι φίλες της το γνώριζαν. Μα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να την βοηθήσουν πέρα από το να είναι κοντά της, δίπλα της, με λόγια και με ψυχή.
Όταν την είδαν, μετά από μέρες απουσίας, να τις πλησιάζει ένα απόγευμα στις αρχές του Αυγούστου, κατάλαβαν. Ήρθε κοντά τους σέρνοντας τα βήματά της, με τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι του κορμιού, άψυχα. Μαύροι κύκλοι γύρω στα μάτια, βλέμμα θολό, σβησμένο. Τα μαλλιά της ξεχτένιστα, αλλού άσπρα κι αλλού πεσμένα, φευγάτα. «Αλωπεκίαση», θα έλεγε αργότερα ο γιατρός. Από την αγωνία, τον πόνο, το αδιέξοδο. Την κοίταζαν αμήχανες, μη ξέροντας τι να πουν, πού να ακουμπήσουν το βλέμμα το γεμάτο ενοχές, λες κι έφταιγαν αυτές για το δράμα της, λες κι έφταιγαν  αυτές που το οδυνηρό δίλημμα δεν είχε χτυπήσει την δική τους πόρτα.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου