Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Τους πέρασε στο σαλόνι ρίχνοντας ασυναίσθητα μια ματιά στις κόρες της που εξακολουθούσαν να χαζεύουν στην τηλεόραση. Ένιωθε παράξενα, σαν να ισορροπούσε πάνω σε κάποιο αόρατο σκοινί με το χάος να ανοίγεται κάτω από τα πόδια της, σαν κι όλες οι αισθήσεις της να ήταν οξυμένες σε σημείο που σχεδόν την πονούσαν. Άκουγε το τικ τακ του ρολογιού στην κουζίνα, το γαύγισμα του σκύλου του γείτονα, το θρόισμα των φύλλων της βελανιδιάς του κήπου κι ήταν σαν να βρίσκονταν όλα εκεί, δίπλα της, στο σαλόνι της. Έβλεπε τους δυο επισκέπτες απέναντί της και ξαφνικά διέκρινε παράλογες λεπτομέρειες, λεπτομέρειες που ούτε και θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι θα τις πρόσεχε - ένα κουμπί έτοιμο να φύγει από το σακκάκι του άντρα... την λίγο στραβή μύτη του (έχει διάφραγμα, σκέφτηκε παράλογα)... το φαγωμένο τακούνι στο δεξί παπούτσι της γυναίκας... τα άβαφα, απεριποίητα νύχια στα χέρια της... Τίναξε το κεφάλι της για να διώξει αυτήν τη αίσθηση, να ξαναγυρίσει στην συνηθισμένη της κατάσταση.
 «Μπορώ να μάθω τι σας φέρνει στο σπίτι μου;» ρώτησε μηχανικά, έτσι, για να πει κάτι μιας κι εκείνοι παρέμεναν σιωπηλοί. Ο άντρας στριφογύρισε το καπέλο του στενόχωρα και κοίταξε την συνάδελφό του μ’ ένα παράξενο βλέμμα, σαν να της ζητούσε να τον βγάλει από μια εξαιρετικά δύσκολη θέση. Εκείνη ξερόβηξε, λες κι αυτό που ήθελε να πει είχε σκαλώσει στο λαιμό της.
«Κυρία Βερίδης φοβάμαι ότι έχω άσχημα νέα...» άρχισε και σταμάτησε σαν να έψαχνε τις λέξεις.
«Άσχημα νέα; Τι άσχημα νέα, δεν καταλαβαίνω»... και ξαφνικά καταλάβαινε... ήξερε... Δεν τολμούσε ούτε να ανασάνει... μόνο περίμενε να ακούσει - και την ίδια στιγμή έλεγε στον εαυτό της δεν είμαι εδώ, δεν συμβαίνει όλο αυτό, με πήρε ο ύπνος από την κούραση και τώρα θα ξυπνήσω και θα πάω να ανοίξω την πόρτα στον άντρα μου. Θα είναι κουρασμένος... και θα καθίσουμε να φάμε όλοι μαζί και...
«Κυρία Βερίδης», συνέχισε η γυναίκα, «έγινε ένα... μια φασαρία... λυπάμαι... έπεσαν κάποιοι πυροβολισμοί... ο άντρας σας... λυπάμαι πολύ, ο άντρας σας χτυπήθηκε... λυπάμαι...» είπε και σταμάτησε ταραγμένη. Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό της κι είχε γίνει κατακόκκινη. Έριξε μια ματιά στον συνάδελφό της ζητώντας του με τη σειρά της συμπαράσταση αλλά εκείνος κρατούσε το κεφάλι κατεβασμένο κι είχε καρφώσει τα μάτια του σ’ ένα κουκλάκι των κοριτσιών που ήταν ξεχασμένο στο πάτωμα, δίπλα στον καναπέ. Το είδε και η Μέλπω, οι κόρες μου παραέγιναν ακατάστατες, πρέπει να τις συμμαζέψω λιγάκι, ξανασκέφτηκε παράλογα κι έκανε να το σηκώσει σαν να μην είχε ακούσει τα λόγια της γυναίκας, σαν και τα τελευταία κάποια δευτερόλεπτα να μην είχαν υπάρξει στον κόσμο, σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος ένα λεπτό πριν.




1 σχόλιο: