Τρίτη 5 Ιουνίου 2018


Του αγίου Δωροθέου σήμερα, 5 Ιουνίου,  και "γιορτάζει" η Δωροθέα, η ηρωίδα του τρίτου μου βιβλίου με τον ομώνυμο τίτλο που είναι υπό συγγραφή και αναμένεται να κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του χρόνου.

Επ' ευκαιρία της γιορτής της λοιπόν η "Δωροθέα" σας παρουσιάζει ένα μικρό απόσπασμα από την ιστορία της και εύχεται χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν σήμερα μαζί της!

"Δεύτερη μετακόμιση μέσα σε τέσσερα χρόνια. Κι αν μετρήσεις και το πρώτο πρώτο σπίτι της, εκείνο που μπήκε νύφη, τούτο δω θα ήταν το τρίτο νοικοκυριό που θα έστηνε από την αρχή. Ζόρικη δουλειά, όπως και να το δεις, για ένα κορίτσι στα είκοσι πέντε με δυο μικρά παιδιά, το ένα μόλις δυο χρονών. Η Δωροθέα κοίταξε την Αννούλα, που κοιμόταν μακάρια στην αγκαλιά της, και η ένταση μέσα της λύθηκε κάπως. Αυτό το μικρό της ήταν τόσο γλυκό, τόσο τρυφερό παιδάκι. Ήσυχο, χωρίς να ζητά τίποτε ποτέ, μπορούσε να κάθεται ώρες στο κρεβατάκι του, τόσο αθόρυβο που σχεδόν να ξεχνά την παρουσία του. Το άκρο αντίθετο από την πεντάχρονη Μαρίνα, που λες κι είχε το αεικίνητο. Δύσκολο παιδί η μεγάλη της. Ζωηρή, ατίθαση, με τον αντίλογο πάντα στην άκρη της γλώσσας, πανέξυπνη και γι’ αυτό δύσκολο να την κουμαντάρει. Το καμάρι της κοιμόταν, επιτέλους, βαθιά στο πίσω κάθισμα, αφού πρώτα τους είχε ζαλίσει με τις ατέλειωτες ερωτήσεις της για κάθε τι που έβλεπε στο δρόμο.

Η Δωροθέα έριξε μια λοξή ματιά στον Θεόφιλο, που ήταν απορροφημένος με την οδήγηση και την αυξημένη κίνηση της εθνικής οδού. Ο άντρας της έδειχνε τα πρώτα σημάδια κόπωσης μετά από τέσσερις ώρες στο τιμόνι. Και τα πρώτα σημάδια της ηλικίας του; αναρωτήθηκε σκεφτική. Πρόσεξε τις άσπρες τρίχες στους κροτάφους, τις δυο-τρεις έντονες ρυτίδες στο μέτωπο, το σφιγμένο στόμα με την αδιόρατη γραμμή - της πίκρας; της απογοήτευσης; της αμφιβολίας; - στην άκρη των χειλιών. Κι ήταν μόνο τριάντα τριών χρονών. Πότε έγιναν όλα αυτά και δεν το πήρε είδηση; Τόσο είχε πια περιχαρακωθεί στον εαυτό της; Ένιωσε ένα ξαφνικό αίσθημα τρυφερότητας μαζί με τύψεις για την τροπή που είχε πάρει η σχέση τους τα τελευταία δυο χρόνια, τροπή που οφείλονταν κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) στην ίδια. Θυμήθηκε τον καυγά τους λίγο πριν ξεκινήσουν, «δι’ ασήμαντον αφορμήν» όπως και οι περισσότεροι άλλωστε, κι άπλωσε αυθόρμητα το χέρι της ν’ αγγίξει το δικό του πάνω στο τιμόνι. Ο Θεόφιλος την κοίταξε απορημένος.

«Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε μαλακά, διστακτικά. «Κουράστηκες; Όπου να’ ναι φτάνουμε».

«Πρέπει πια να συμβαίνει κάτι για να σ’ αγγίξω;» ανταπόδωσε την ερώτηση επιθετικά, νιώθοντας την καλή της διάθεση να αλλάζει, άθελά της και αναίτια, σε αμυντική χωρίς η ίδια να μπορεί να το ελέγξει. «Και ναι, κουράστηκα. Κι εγώ και τα παιδιά». Τράβηξε το χέρι της και κλείστηκε ξανά στον εαυτό της.

Ο άντρας της αναστέναξε κι έμεινε σιωπηλός.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου