Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Το κουβερτάκι

Τάβλεπα εγώ τα περίεργα μαλλιαρά χνουδωτά πεπονομπαλάκια που είχε αφήσει η μάνα πάνω στη συρταριέρα κι έλεγα αφού δεν τα έβαλε ΜΕΣΑ πα να πει ότι για μένα θα τα πήρε για να παίζω τώρα που έχει και βρωμόκαιρο και δεν μπορώ να βγω έξω να κυνηγάω τα αληθινά χνουδωτά μαλλιαρά γατόνια μας και πήγα να βουτήξω ένα να το ξεμαλλιάσω αλλά με είδε η μάνα -ποτέ δεν θα καταλάβω πώς τα βλέπει όλα, λες κι έχει μάτια στην πλάτη- κι έβαλε μια πιλάλα και μου το άρπαξε στο παρά πέντε -ωραία σειρά- και μου κούναγε το δάχτυλο και μη αυτό και μη αυτό και με ζάλισε κι αφού είναι μη τι τα αφήνεις κυρά μου όπου λάχει και πώς να το ξέρω ο έρμος ότι δεν κάνει να τα πειράξω και εν πάση περιπτώσει τι είναι αυτά τα μυστήρια να καταλάβω κι εγώ και μου είπε ότι λέγονται κουβάρια -όπως λέμε μαλλιά κουβάρια;- και τα πήρε για να φτιάξει ένα κουβερτάκι για το ανθρωποκουταβάκι εγγονάκι της κι όσο να πάρω χαμπάρι τι εννοεί πήρε ένα περίεργο ματσούκι κι άρχισε να το πηγαίνει πέρα δώθε και ω του θαύματος -αυτά τα μαθαίνω στα βιβλία που διαβάζω πριν τα φάω-  άρχισε να γίνεται το κουβάρι κάτι σαν φαρδιά ταινία κι εγώ έμεινα παγωτό για τα θαυμαστά που φτιάχνει η μάνα και μια στιγμή που τα άφησε στο κρεβάτι πήγα να τα μυρίσω κι άρπαξα και μια γωνίτσα να δω τι γεύση έχει αλλά πάλι με πήρε χαμπάρι κι ήρθε τρέχοντας κι είπε ποτέ ποτέ δεν πειράζουμε το κουβερτάκι του μωρού και τότε μ’ έπιασε κάτι περίεργο να θέλω να το αρπάξω και να το σκίσω να το κάνω κομματάκια και γιατί να έχει το ανθρωποκουταβάκι κι όχι κι εγώ και δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου γινόταν αλλά τότε ήρθε ο Βούδας και με πήρε παράμερα και μου είπε να μη ζηλεύω γιατί αυτό είχα πάθει, ζήλεια, και ξαναμένω παγωτό και ποια είναι αυτή η κυρία που δεν την ξέρω και μου εξήγησε ότι η ζήλεια είναι κάτι σαν αρρώστια αλλά δεν πονάει το κεφάλι σου μόνο η ψυχή σου που θέλει πράγματα που έχουν οι άλλοι και δεν έχεις εσύ κι ενώ θα πρέπει να χαίρεσαι με όσα έχεις εσύ τρώγεσαι με όσα έχουν οι άλλοι κι είναι πολύ κακιά αρρώστια που μόνο με όμορφες σκέψεις και με αγάπη για όλον τον κόσμο μπορείς να την πολεμήσεις κι εγώ του είπα ότι εγώ τους αγαπάω όλους ακόμα και τον Μαξ που με προγκάει αλλά θέλω και το κουβερτάκι κι εκείνος γέλασε και μου έδωσε μια χαϊδευτική φάπα με την πατουσάρα του και μου είπε καλός είσαι, μεγαλώνοντας θα στρώσεις και μετά μου έδειξε τα παιχνίδια μου λέγοντας είσαι τυχερός που έχεις τόσο πολλά παιχνίδια και δεν σου χρειάζεται κανένα κουβερτάκι για να παίζεις, άστο να ζεσταίνει το ανθρωποκουταβάκι και σαν να μου φάνηκε ότι ψιλοκατάλαβα τι πα να πει να είσαι ευχαριστημένος με ό,τι έχεις και να μη ζηλεύεις ό,τι δεν έχεις και πήγα και κάθισα φρόνιμα φρόνιμα δίπλα στα κουβάρια χωρίς να τα πειράζω αλλά μόνο τα κοίταζα και τότε με χάιδεψε η μάνα και μου είπε τι καλό σκυλάκο που έχω εγώ κι όταν τελειώσω αυτό το κουβερτάκι θα κάνω και για σένα ένα από ατσαλόνημα και πήδηξα εγώ από τη χαρά μου κι ας μην κατάλαβα τι εννοούσε μ’ αυτό το τελευταίο – ξέρετε εσείς τι είναι το ατσαλόνημα;;;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου