Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Η εγκατάλειψη

Κι έχει βγει κι ένας ήλιος ντάλα μετά από μια βδομάδα βροχή και μούχλα και αέρα και κάνει τόσο ωραία μέρα που άραξα κι εγώ στη λιακάδα και μετά μπήκα μέσα και είπα στον Ρόμπι σήκω καημένε από το κρεβάτι να πάμε να λιαστούμε να φτιάξουμε και βιταμίνη Ντε να μη σκεβρώσουμε αλλά πού αυτός, βαριόταν και τανυζόταν τεμπέλικα παρέα με την Τζίντζερ, άλλη χουζουρλού αυτή, και πάω στη μάνα που κάτι διάβαζε στο φέις να της πω να τον σηκώσει με το ζόρι και τη βλέπω με πολύ συννεφιασμένη μούρη και ξαφνιάζομαι πώς το ’παθε αυτή που βλέπει ήλιο και χοροπηδάει και κρυφοκοιτάζω στο λάπτοπ να δω τι της χάλασε τη διάθεση και τι να δω! ήταν μια κυρία που έγραφε στον τοίχο της -καλά το λέω;- ότι πριν από κάτι μήνες έκανε ένα παιδάκι, λέει, και της είπε τότε ο γιατρός (όχι ο Διονύσης ο δικός μου, ένας άλλος) ότι το  ανθρωποκουταβάκι της μπορεί να πάθει κακό από τις τρίχες του σκυλάκου της του Αζώρ που τον είχε από μωρό στο σπίτι εδώ και τέσσερα χρόνια (τι βλάκας γιατρός) κι ότι θα πρέπει να έχει φύγει ο Αζώρ από το σπίτι πριν πάει το μωρό κι εκείνη δεν προλάβαινε να του βρει άλλη οικογένεια, λέει, κι έτσι πήρε τον σκυλάκο και τον πήγε σε μια μακρινή γειτονιά και τον άφησε μπας και πάθει τίποτε το ανθρωπομωρό της και πάει ο σκυλάκος, δεν τον ξαναείδε μετά από κάμποσο καιρό που ξαναπέρασε από κει γιατί πού να βρει τον δρόμο να γυρίσει ο καημενούλης κι ήταν και μια σταλίτσα, λέει, αλλά τώρα το έχει μετανιώσει -καλά κρασιά μετά από τόσους μήνες- και τον ψάχνει αλλά πουθενά ο Αζώρ και τον είχε και φωτογραφία μπας και τον έχει δει κανένας και γι αυτό είχε πάρει η μάνα ανάποδες και της τα είχε χώσει, ότι είναι έγκλημα αυτό που είχε κάνει κι αντί να προσπαθεί να σώσει κανα αδέσποτο από τον δρόμο εκείνη έκανε το ΔΙΚΟ της σκυλάκι αδέσποτο που σίγουρα θα έχει πάθει κάτι πολύ κακό αφού και μικράκι ήταν και δεν ήξερε από δρόμους και αν έπρεπε στ’ αλήθεια να φύγει από το σπίτι -που δεν το πιστεύει καθόλου αυτό η μάνα- και δεν προλάβαινε να του βρει άλλο σπίτι «να το πήγαινες στη μάνα σου, στην αδελφή σου, στη θεια σου για λίγες μέρες μέχρι να βρεις ή να το έβαζες έστω στο υπόγειο ή στην ταράτσα για λίγο» της έλεγε έξαλλη η μάνα «παρά που το άφησες εκεί έξω και το καταδίκασες» και μετά βρόντηξε το καπάκι του λάπτοπ κι άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω στην αυλή μουρμουρίζοντας κάτι λόγια που κι ο Ρόμπι κοκκίνισε κι εγώ πήγα και λούφαξα στον πάγκο κι έβαλα τα κλάματα  και γιατί την έβλεπα έτσι στεναχωρεμένη και γιατί σκεφτόμουν τον έρμο τον Αζώρ που μπορεί και να έχει πεθάνει κι αυτός σαν την Ζανέτ μας αλλά εκείνη τουλάχιστον πέθανε στην αγκαλιά της μάνας ενώ εκείνος ποιος ξέρει τι να τράβηξε έτσι καλομαθημένος που ήταν και δεν θέλω άλλο ήλιο, θέλω να βρέχει για να κλαίει κι ο ουρανός για τον φίλο μου τον Αζώρ… καημένε μου φιλαράκο…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου