Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019


Γιώργος - ένας ήσυχος άνθρωπος…

Κατηφόριζα βιαστικά την Μητροπόλεως σε μια από τις σπάνιες, πλέον,  επισκέψεις μου στο κέντρο της Αθήνας που, σχεδόν πάντα, έχουν να κάνουν με διεκπεραιώσεις υποθέσεων σε δημόσιες υπηρεσίες, καταστάσεις εκ προοιμίου ενοχλητικές και  εκνευριστικές και που εντείνουν την δυσφορία μου για τούτη την υποχρεωτική μου «άνοδο» στο κέντρο -προτιμώ, όσο μπορώ, να παραμένω νότια και εκτός «αστικού ιστού».
Είχα μόλις προσπεράσει ένα μικρομάγαζο που είχε μπουγάτσες σερραίικες -περισσότερο η όσφρηση το εντόπισε παρά η όραση έτσι όπως κατηφόριζα φουριόζα- και, ασυνείδητα, έκανα τη σκέψη «στην επιστροφή να μπω μέσα». Λίγο πιο κάτω, σε μια κόχη ακατοίκητης οικοδομής, καθόταν ένας  «ήσυχος άνθρωπος» -αυτή ήταν η πρώτη αυτόματη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό καθώς τον αντίκρυσα ακίνητο κι αμίλητο με σκυμμένο κεφάλι. Ούτε τενεκάκι για βοήθεια ούτε «προίκα» από κουβέρτες και άλλα σχετικά δίπλα του. Πέρασα μπροστά του, πάντα βιαστική, κι έριξα μια φευγαλέα ματιά ίσα για να δω ένα πολύχρωμο μπουφάν κι ένα κεφάλι με μακριά μαύρα μαλλιά γεμάτα άσπρες τρίχες διάσπαρτες. Ένας ακόμη άστεγος…
Τέλειωσα τη δουλειά μου στην δημόσια υπηρεσία -σύντομα κι αναίμακτα ευτυχώς- κι άρχισα να ανηφορίζω για το Σύνταγμα. Ο άστεγος ήταν πάντα εκεί, πάντα το ίδιο ακίνητος, μόνο που τώρα, προσπερνώντας, σαν να μου φάνηκε πως άκουσα ένα σιγανό «καλημέρα». Κοντοστάθηκα, γύρισα, εκείνος πάντα με σκυμμένο κεφάλι. Ταλαντεύτηκα, συνέχισα. Έφτασα στο μπουγατσάδικο, πήρα δυο μπουγάτσες και ξαναγύρισα. Κάθισα δίπλα του στο σκαλάκι, του έδωσα τη μία και του είπα «καλημέρα». Ξαφνιάστηκε. Γύρισε, με κοίταξε, άπλωσε ένα χέρι διστακτικό, την πήρε και μου χαμογέλασε δειλά. Ένα δόντι. Ένα μόνο -στο πρόσωπο ενός άντρα που ήταν δεν ήταν 40 χρόνων όπως  τον υπολόγισα παρά την ταλαιπωρημένη του εμφάνιση… Του χαμογέλασα με τη σειρά μου.
«Πώς σε λένε;»
«Γιώργο…»
«Πώς έγινε… θέλω να πω, ξέρω… καταλαβαίνω… αλλά…».

Μάγκωσα, ένιωσα άβολα, αμήχανα. Τι ρωτούσα τώρα κι εγώ… Ωστόσο ο Γιώργος μου ξαναχαμογέλασε ψύχραιμα.

«540 ευρώ το δίμηνο… Πώς να φτάσουν για σπίτι, για ηλεκτρικό, για όλα… κι από πάνω η απόλυση.Έτσι έγινε…»
Έτσι απλά, χωρίς αγανάκτηση. Χωρίς φωνές. Χωρίς καν παράπονο. Μια απέραντη παραίτηση μόνο. «Έτσι έγινε…» 
Τον παρατήρησα λιγάκι πιο καλά ενόσω μιλούσε. Παλιό χοντρό μπουφάν που έδειχνε παράταιρα καθαρό -σίγουρα δεν μπορούσε να το πλύνει, μάλλον το διατηρούσε καθαρό όσο πιο καλά γινόταν. Το ίδιο και τα μαλλιά του, το ίδιο και η όλη του εμφάνιση -ένας καθαρός ήσυχος άστεγος…
«Πολύ λυπάμαι…» είπα πάντα αμήχανα κι ακούστηκαν οι λέξεις τόσο μάταιες  και κούφιες στα ίδια μου τα αυτιά. Εκείνος μισοχαμογέλασε κι έκανε μια κίνηση αόριστη με το χέρι - κάτι σαν «δεν βαριέσαι», σαν «αυτά έχει η ζωή», σαν «νάσαι καλά κι ας μην το πιστεύεις…»
Σηκώθηκα, του έτεινα το χέρι. Ξαφνιάστηκε, σήκωσε τα μάτια -μαύρα, στο χρώμα του κάρβουνου… ή της απόγνωσης. Μου έδωσε το χέρι του σε μια χειραψία στιβαρή. Έβαλα στη χούφτα του ένα χαρτονόμισμα, μου το αντιγύρισε - «δεν χρειάζεται, μου έφερες την μπουγάτσα κι αυτό αρκεί». Επέμεινα. Ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ» πιότερο με τα μάτια παρά με τη φωνή.
«Εύχομαι… εύχομαι να γίνουν λίγο καλύτερα τα πράγματα», ψέλλισα ανόητα, νιώθοντας συνεχώς και πιο αλλόκοτα, πιο άβολα. Ο Γιώργος χαμογέλασε ανεξιχνίαστα. «Καλή σου μέρα», μου είπε και ξανάσκυψε το κεφάλι.
Έφυγα σαν κυνηγημένη…
(η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο)

2 σχόλια:

  1. ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ !! Έδειξες μία ακόμα φορά την αμηχανία σου. Και η αδυναμία σου να πεις κάτι... πόσο δικαιολογημένη... Τι να πεις σε αυτές τις ώρες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι μια εικόνα κι ένα βίωμα που με έχει στοιχειώσει... κάτι πρέπει να κάνουμε - όλοι μας...

      Διαγραφή