Κυριακή 25 Αυγούστου 2019


ΟΛΙΒΙΑ 25/8/2019

Ανέβαινε ασθμαίνοντας το δύσβατο μονοπάτι. Ποιο μονοπάτι δηλαδή, μια στενή χωμάτινη γραμμή ήταν, κακοτράχαλη και ξερή, με κοτρόνες να ξεφυτρώνουν κάθε τόσο κόβοντας την προσπέλαση. Άπειρα πετραδάκια παραμόνευαν από την άλλη το επόμενο πάτημά της, να κατρακυλήσουν τον κατήφορο γελώντας διαβολικά και να την παρασύρουν μαζί τους σε μια ανεξέλεγκτη επικίνδυνη πτώση. Τα σανδάλια δεν την βοηθούσαν καθόλου σ’ αυτό το παράτολμο εγχείρημα που τόσο ξαφνικά κι επιπόλαια αποφάσισε μέσα σε μια στιγμή. Άφησε να της ξεφύγει μια σιγανή βρισιά που δεν είχε την προνοητικότητα να βάλει τα αθλητικά της.

Μα μήπως και είχε πρόγραμμα να ξεστρατίσει και ν’ ανέβει τη βουνοπλαγιά; Ο φάρος ήταν ο στόχος της, εκείνος που φαίνονταν στο βάθος του χωματένιου πετρόδρομου να την καλεί για να της αποκαλύψει το μεγάλο του μυστικό -εκείνο για το οποίο και είχε έρθει στο νησί αφήνοντας για λίγο την κεντρική Αγγλία όπου έμενε τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας τις απέραντες καταπράσινες εκτάσεις και τον μουντό καιρό με την αβάσταχτη συννεφιά και τον χλωμό ήλιο να προσπαθεί να την διαπεράσει για να βρεθεί σε τούτο το κυκλαδονήσι με το εκτυφλωτικό γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας και τον ήλιο να ξασπρίζει τις πέτρες.

Στον φάρο πήγαινε όταν είδε ξαφνικά στη στροφή, πάνω στα μισά του λόφου, το χάλασμα. Έμεινε να το κοιτάζει ασάλευτη, απολιθωμένη. Ήταν άραγες αυτό; Αυτό που έλεγε το γράμμα; Αυτό που άκουσε το πρώτο της κλάμα, το πρώτο νανούρισμα της μάνας της; Δεν μπορεί, αυτό θα ήταν. Δεν υπήρχε άλλο κτίσμα στην περιοχή κι η θέση του ταίριαζε με τις περιγραφές που είχε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί πιάστηκε από τα κλαδιά του χαμηλού αγκαθωτού θάμνου που έφραζε την αρχή του δυσδιάκριτου μονοπατιού με τα αγκάθια του να γδέρνουν τις παλάμες της  κάνοντάς την να αφήσει άθελα μια κραυγή πόνου. Ωστόσο δεν πτοήθηκε. Τσαλαπάτησε κάτι τρυφερά αγριόχορτα παραδίπλα, προσπέρασε το εμπόδιο με βήματα αφύσικα ψηλά και ασταθή και ξεκίνησε την ανάβαση.

Και τώρα βρισκόταν να ανηφορίζει το ανύπαρκτο δρομάκι πεσμένη σχεδόν στα τέσσερα για να μη χάσει την ισορροπία της, ανοίγοντας πέρασμα με τα χέρια της,  γρατζουνίζοντας δάχτυλα και μπράτσα κι ακουμπώντας γυμνά γόνατα πάνω σε μυτερά χαλίκια που έμπαιναν στη σάρκα της αφήνοντας σημάδια και γδαρσίματα. Βλαστήμησε για δεύτερη φορά την βλακεία της να φορέσει σορτς λες και πήγαινε σε κατασκήνωση προσκόπων κι ανασηκώθηκε προσεκτικά για να δει πού βρισκόταν, σε ποια απόσταση από το χάλασμα/στόχο, και, κυρίως, να γραδάρει τι ακριβώς της επεφύλασσε το μη-μονοπάτι για παρακάτω.

Αυτό που είδε εξανέμισε και τα τελευταία απομεινάρια του αρχικού της ενθουσιασμού.


*Από το υπό συγγραφή καινούργιο μου έργο με τον ομώνυμο τίτλο.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου