Κυριακή 4 Αυγούστου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή


Ο μεγάλος θυμός


Έχει κλείσει ο λαιμός μου πρώτα από το κλάμα και μετά από το πολύ άγριο γαύγισμα γιατί είμαι πολύ μα πάρα πολύ θυμωμένος αλλά και πάρα πολύ λυπημένος κι άμα σας πω γιατί θα στεναχωρεθείτε και τα θυμώσετε κι εσείς το ίδιο κι αρχίζω αμέσως την απίστευτη ιστορία που μου είπε το Λεμονάκι αλλά πρώτα να σας πω ποιο είναι το Λεμονάκι που δηλαδή το λένε Λέμον κανονικά γιατί είναι πορτοκαλογατάκι αλλά είναι ένα τόσο μικρούλικο και τοσοδούλικο γατονάκι που το λέμε όλοι Λεμονάκι κι αυτό μας το έφερε προχτές η μάνα και μας είπε να το αγαπάτε και να τον προσέχετε το μωρό γιατί είναι πάρα πολύ βασανισμένο και ταλαιπωρημένο και πράγματι είναι αδυνατούλικο πολύ αλλά από φωνή σειρήνα σας λέω και πολύ φαγανό και ζωηρό, στιγμή δεν κάθεται ήσυχο, κι είπα στον Ρόμπι ποιο ταλαιπωρημένο μας λέει η μάνα αυτό θα μας ξεκουφάνει όλους και θα μας φάει και το σακί με τις κροκέτες και τότε ο Βούδας με κοίταξε σοβαρά σοβαρά και μου είπε για να το λέει η μάνα κάτι θα ξέρει αλλά δεν με έπεισε οπότε πήγα στον Λεμονάκο και τον μύρισα και του έγλειψα την μουρίτσα ποια μουρίτσα δηλαδή που είναι μια σταλιά σαν κουμπί κι αφού γίναμε φιλαράκια ήρθε και χώθηκε στην αγκαλιά μου και χουζούρευε και τότε τον ρώτησα για την ζωούλα του ποια ζωούλα του δηλαδή που είναι μόλις πέντε βδομάδων μωρό κι εκείνος με κοίταξε μ’ αυτές τις τεράστιες θλιμμένες ματάρες του κι άρχισε να μου λέει κάτι απίστευτα φοβερά και φριχτά πράματα ότι γεννήθηκε, λέει, σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι που είχε παντού βρωμιές και κόκκαλα και πεθαμένα ζώα και μερικά ζωντανά σκυλιά και γατιά αλλά πολύ αδύνατα και τρομοκρατημένα που έκλαιγαν συνέχεια κι ένα τρομαχτικό πλάσμα με δύο πόδια που τα χτυπούσε και τα βασάνιζε κι ότι αυτός, ο Λεμονάκος, χωνόταν συνεχώς με τα δυο του αδελφάκια στην κοιλιά της μαμάς τους να φυλαχτεί ώσπου μια μέρα την βούτηξε αυτός ο κακός και δεν την ξαναείδαν ποτέ κι έμειναν μόνα τους τα αδελφάκια και πεινούσαν πολύ και φοβόντουσαν ακόμα πιο πολύ και χώθηκαν σε μια τρύπα πίσω από ένα σπασμένο πλακάκι κι εκεί τα βρήκαν κάτι καλές κυρίες και τα έσωσαν κι εκείνον με τα αδελφάκια του τον πήρε μια υπέροχη θεία Γιώτα και τον κρατούσε αγκαλιά και τον χάιδευε και του έβαλε φαγάκι κι αυτός γουργούριζε και μετά την πήρε η μάνα τηλέφωνο την Γιώτα και της είπε να τον φέρει σ’ εμάς κι έτσι βρέθηκε στην δική μας οικογένεια κι όσο ο Λεμονάκος μιλούσε κι έκλαιγε τόσο έκλαιγα κι εγώ απελπισμένος κι όταν τέλειωσε τον έκανα μια σφιχτή αγκαλιά και του είπα τώρα είσαι ασφαλής κι εμείς θα σ’ αγαπάμε όλοι πάρα πάρα πολύ και του έκανα μια γλυψιά στη μουρίτσα-κουμπί και μετά βγήκα στην αυλή παραπατώντας και μου ήρθε ένα μεγάλος, τεράστιος θυμός γι αυτό το δίποδο τέρας που μακάρι να το είχαμε  μπροστά μας να το ξεσκίζαμε  με τις δοντάρες μας κι εγώ κι ο Ρόμπις που βασάνιζε τα ζωάκια κι αφού δεν γινόταν αυτό άρχισα να τρέχω πάνω κάτω γαυγίζοντας σαν μανιασμένος πολλή ώρα μέχρι που βράχνιασα κι έκλεισε ο λαιμός μου και βγήκε η μάνα αγκαλιά με το Λεμονάκι και με κοίταζε παραξενεμένη αλλά δεν είχα φωνή να της εξηγήσω και της τα είπε ο Ρόμπι και τότε βούρκωσε κι εκείνη και μας πήρε μια μεγάλη αγκαλιά και τα τρία κι έτσι μόνο ησύχασα αλλά είμαι ακόμα πάρα μα πάρα πολύ θλιμμένος…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου