Τρίτη 13 Αυγούστου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Η θεία Ολυμπία

Η αλήθεια είναι πως ψιλοζορίστηκα να σας γράψω αυτά που θα σας γράψω μπας και με περάσετε για αχάριστο αλλά μετά σκέφτηκα πως ξέρετε πολύ καλά πόσο αγαπάω τη μάνα κι άρα δεν θα με παρεξηγήσετε που θα είμαι ειλικρινής παιδί -καλά το λέω;- μαζί σας γιατί αυτό που ζω τις τελευταίες μέρες δεν το έχω ματαξαναζήσει και μιλάω βέβαια για τις θείες Ολυμπίες και Δέσποινες που μένουν στο σπίτι μου τώρα που λείπουν τα σόγια κι ο Βούδας και πάρα πολύ μας προσέχουν εμένα και τα άλλα γατόσκυλα αλλά βασικά εμένα που είμαι ο αγαπημένος τους και συνέχεια παίζουν μαζί μου και μου κάνουν πολλά χάδια και με ταΐζουν τυράκια άσε που κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι με την θεία Ολυμπία στην δικιά μου βέβαια μεριά και στο δικό μου σεντονάκι -μεγαλεία σας λέω- κι όλο μουρμουράει η μάνα ότι μου τον κακομαθαίνετε και λέει η θεία Ολυμπία άστον καλέ νονά να χαρεί λιγάκι τώρα που είναι μοναχοπαίδι κι όταν το πρωτοάκουσα απόρησα τι νονά λέει, η θεία δεν είναι αδελφή της μάνας αφού είναι θεία μου; και τη ρώτησα κι εκείνη με πήρε αγκαλιά και μου είπε μια απίθανη ιστορία ότι, λέει, όταν ήταν μωρό την βάφτισε η μάνα της μάνας, η γιαγιά Χριστίνα που δεν την ξέρω γιατί τώρα πια ζει στον ουρανό, άρα ήταν η νονά της και για πολλά χρόνια της πήγαινε λαμπάδες και παπουτσάκια μέχρι που κάποια στιγμή χαθήκανε και δεν την είδε ξανά η θεία Ολυμπία τη νονά της ούτε και τη μάνα βέβαια και δεν γνωρίζονταν καθόλου μέχρι που πριν τρία χρόνια ένα βράδυ αργά νύχτα κατανύχτα κάτι έγραφε η μάνα στο λάπτοπ -σάμπως και κάνει και τίποτε άλλο;- κι ήταν η τηλεόραση ανοιχτή και κάνει μια έτσι η μάνα τυχαία και βλέπει μια εκπομπή που την παρουσίαζε μια ωραία κοπέλα κι είχε το όνομά της από κάτω, Ολυμπία Χριστοδουλή, κι έμεινε η μάνα κάγκελο, αυτή πρέπει να είναι η βαφτισιμιά της μάνας μου, σκέφτηκε, το όνομα δεν είναι συνηθισμένο κι αμέσως της έστειλε μήνυμα στο φέις ρωτώντας αν είναι αυτή κι η θεία απάντησε κι εκείνη αμέσως ότι πράγματι είναι αυτή και πολύ συγκινήθηκαν και οι δυο και είπαν κι άλλα πολλά και κανόνισαν να βρεθούν κι όταν συναντήθηκαν αγκαλιάστηκαν σφιχτά με δάκρυα -μα πού τα βρίσκουν τόσο εύκολα αυτές οι γυναίκες όλες;- κι έλεγε η μάνα πόσο χαρούμενη ήταν που ξαναβρήκε την βαφτιστήρα της γιαγιάς κι η θεία έλεγε πόσο χαρούμενη ήταν που ξαναβρήκε την μικρή της νονά κι από τότε έγιναν πολύ φίλες γιατί η μάνα την ήξερε από τότε που η θεία ήταν μωρό κι η ίδια λίγο πιο μεγάλη -ε, δεν θα την περνάει και καμιά σαρανταριά χρόνια;- κι έτσι τώρα είναι κάτι σαν συγγενείς κι ακόμα πιο καλά γιατί τον συγγενή σου δεν τον διαλέγεις, αν είσαι τυχερός και τα πάτε καλά εντάξει αλλιώς σου κατσικώνεται στον σβέρκο κι άντε να γλιτώσεις, ενώ τον φίλο τον διαλέγεις γιατί σου ταιριάζει κι όλο λένε και ξαναλένε τι τυχερές που είναι που βρέθηκαν έτσι στα ξαφνικά και τι σου είναι η ζωή και ποτέ δεν ξέρεις τι εκπλήξεις σου φυλάει στη στροφή που εγώ δεν τα πολυκαταλαβαίνω μόνο τις στροφές του δρόμου ξέρω που άμα τρέχει ο πατέρας με πιάνει ζαλάδα αλλά και δεν με πολυνοιάζει αφού εκείνες είναι τόσο χαρούμενες κι εγώ απόχτησα μια τόσο καλή θεία που με χαϊδολογάει και μου δίνει τυράκια κι έχει και φίλη την άλλη καλή θεία την Δέσποινα που κι εκείνη με κακομαθαίνει και τώρα γεια σας, πάω να την αράξω στην κρεβατάρα μας!














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου