Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή
Η πανσιόν μέρος βού
Και που λέτε βγήκε την άλλη μέρα ο ήλιος αλλά αντί να ξυπνήσουμε εμείς τη μάνα να μας πάει βόλτα αχάραγα με την πυτζάμα κι ένα μπουφάν από πάνω και να μουρμουράει «καρότο με την αλλαγή της ώρας, ακόμα δεν το πήρατε χαμπάρι ότι είναι 5.30 κι όχι 6.30» μας ξύπνησε ένα μικρόσωμο υστερικό από το τρίτο κλουβί απέναντι αριστερά που άρχισε να γαυγίζει και πήραν φόκο και μερικά άλλα κι άρχισε μια συναυλία που μας πήρε τ’ αυτιά και πήρα κι εγώ ανάποδες κι άρχισα να τα προγκάω αλλά ο Ρόμπι έβαλε την πατουσάρα του μπροστά στο στόμα μου και μου το κλεισε και είπε πως πρέπει να φερόμαστε σαν καλοαναθρεμμένα παιδιά και σιγά τα μούτρα των απέναντι που θα τους φερθώ κι ευγενικά αλλά ο Βούδας επέμενε ότι δεν έχει σημασία τι κάνουν οι άλλοι, εμείς τι πρέπει να κάνουμε και να είμαστε πάντα σωστή και πάνω που ετοιμαζόμουν να του απαντήσω ανάλογα που με έχει πρήξει με τις σολομωνικές του -αυτό δεν ξέρω τι είναι αλλά το λέει καμιά φορά ο μπαμπάς σε κάτι τύπους στην ΤιΒι- ήρθε η κυρία Σοφία και μας άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε στο προαύλιο (έτσι το λένε) και τρέξαμε πάνω κάτω να ξεμουδιάσουμε και πήγαμε στην άκρη να κάνουμε τσίσα γιατί είχαμε σκάσει -ποτέ δεν λερώνουμε το σπίτι μας όποιο και να είναι- και μετά εγώ πήγα στο μικρό το υστερικό και το γαύγιζα κι εκείνο είχε λουφάξει και με κοίταζε θλιμμένο και με μάζεψε ο Ρόμπι και μου είπε να σταματήσω να το προγκάω γιατί αυτό το σκυλάκι μπορεί να μην έχει μαμά και να μένει όλον τον καιρό εκεί και για αυτό φωνάζει, από καημό, κι εγώ τότε φρίκαρα και βούρκωσα και πήγα κοντά και του έγλυψα τη μουρίτσα και του ψιθύρισα να μη στενοχωριέται, θα βρεθεί και για εκείνο μια μαμά, και πάνω στην ώρα ακούω μια αγαπημένη φωνή «πού είναι τα αγόρια μου;» και ήταν η μάνα με τον πατέρα που ήρθαν να μας πάρουν κι άρχισα να χοροπηδάω στα κάγκελα σαν παλαβός αλλά κι ο Βούδας έκανε το ίδιο που μας παριστάνει τον ψύχραιμο και σοβαρό και η κυρία Σοφία άνοιξε την πόρτα και πέσαμε πάνω τους και τους δίναμε τρελά φιλιά και κοντέψαμε να τους ρίξουμε κάτω κι εκείνοι μας χάιδευαν κι έλεγαν «εντάξει, εντάξει, ηρεμήστε, κι εμείς σας αγαπάμε πολύ» και δώστου να χοροπηδάμε εμείς μέχρι που μας λούρωσαν και μας πήγαν στο αμάξι και τι χαρά έκανα που το είδα αυτή τη φορά κι αφού δώσαμε πολλά φιλιά στην Σοφία της είπαμε γεια, εκείνη μας είπε καλή αντάμωση -κι εκεί με έζωσαν λιγάκι τα φίδια, γιατί το είπε αυτό;- κι εγώ απάντησα σιγά μην ξανάρθουμε και ξανανταμώσουμε, εγώ θα μπω μέσα στη βαλίτσα της μάνας και θα πάω μαζί της την επόμενη φορά που θα πάει ταξίδι κι ας με κοροϊδεύει  ο Ρόμπι ότι λέω βλακείες και δεν χωράω αλλά εγώ θα τα βολέψω και μετά φύγαμε και φτάσαμε σπίτι και χάρηκα τόσο πολύ που ξαναείδα την αυλή και τον κήπο μας  που από την συγκίνηση δεν κυνήγησα κανένα γατί, μόνο τον Μπετόβεν ματσούλιασα λιγάκι, και μετά ανέβηκα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα ξερός μέχρι το μεσημέρι και πάει και τέλειωσε κι αυτό και μακριά από μας!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου