Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018


Του αγίου Ορέστη χθες, 10 Νοέμβρη,  και γιόρταζε ο "Ορέστης", ο ήρωας του πρώτου μου μυθιστορήματος "Το βαλς μιας ζωής", που μιλάει για την ιστορία γνωριμίας και αγάπης των γονιών μου - με κάποια έννοια γιόρταζε ο πατέρας μου, που αναφέρεται μ' αυτό το όνομα στο βιβλίο!

Ένα μικρό απόσπασμα λοιπόν που αναφέρεται στην πρώτη τους συνάντηση - έτσι, τιμής ένεκεν για την χτεσινή γιορτή!

Η πρώτη συνάντηση
(από το βιβλίο μου «Το βαλς μιας ζωής»)

Η Χριστίνα ήταν ταραγμένη. Ταραγμένη και έξαλλη με τον εαυτό της ακριβώς γι αυτό. Έλεγε μηχανικά «χαίρω πολύ» στους άντρες που της έσφιγγαν το χέρι και δεν συγκράτησε κανένα όνομα. Τα πρόσωπα της φαίνονταν θολά και ίδια το ένα με το άλλο - ήταν και η στολή που τους έκανε να μοιάζουν μεταξύ τους. Μέχρι που στα μάτια της καρφώθηκαν δυο μάτια σκούρα καστανά. Και ο χρόνος σταμάτησε εκεί. Το χέρι της φυλακίστηκε μέσα σ’ ένα ζεστό, δυνατό χέρι, σε μια χειραψία που έστειλε κύματα αναστάτωσης μέχρι το τελευταίο κύτταρό της και στ’ αυτιά της  έφτασε μια βαθιά, μπάσα φωνή, στέρεη κι αντρίκια. «Ορέστης Πετρίτης» της είπε, «χαίρομαι που σε γνωρίζω».

Με το στόμα ξαφνικά κατάστεγνο και επιστρατεύοντας όλο της το κουράγιο «κι εγώ χαίρομαι» του απάντησε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι αυτή η χειραψία ήταν λίγο πιο δυνατή, λίγο πιο παρατεταμένη από τις άλλες – ή έτσι της φάνηκε, έτσι λαχταρούσε να είναι. Τον κοίταξε. Την κοίταζε κι εκείνος. Μάτια στο χρώμα του ώριμου κάστανου, σοβαρά, διεισδυτικά που αντάμωσαν με τα δικά της τα μελιά, τα γλυκά, τα κοριτσίστικα. Και τα βλέμματα χαράκωναν τον αέρα σαν σπαθιά, αθόρυβα κι όμως τόσο κοφτερά, σαν μαυριτάνικες λεπίδες. Η Χριστίνα χαμογέλασε. Τα λακκάκια παιχνίδισαν στις άκρες των χειλιών της και ήταν η σειρά του νεαρού αξιωματικού να χάσει τον ρυθμό της ανάσας του, να αφήσει βιαστικά, αν και απρόθυμα, το χέρι της και να πάρει τη θέση του στο τραπέζι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου