Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή

Η πανσιόν μέρος α΄

Λοιπόν διακόπτω για λίγο την ημερολογιακή αναδρομή (καταλαβαίνετε ελπίζω καθαρεύουσα) για να βγάλω έκτακτο δελτίο και δεν εννοώ «έκτακτο» όπως λέμε «έκτακτο το ηλιοβασίλεμα σήμερα» που τρέχει συνέχεια  η μάνα και φωτογραφίζει αλλά «έκτακτο» που σημαίνει ασυνήθιστο και μπορεί να σας μπουρδουκλώνω λιγάκι αλλά να δείτε τι μπουρδούκλωμα περάσαμε εγώ κι ο Βούδας από χτες το μεσημέρι μέχρι σήμερα το απόγευμα και να τα πάρουμε από την αρχή όταν η μάνα μας φόρτωσε χτες στο τζιπ κι εγώ καθόλου δεν ήθελα γιατί κάτι μου βρώμαγε και δεν ήταν ο Ρόμπι, αυτός καθαρός είναι, κάτι μυστήριο ψυλλιάστηκα αλλά δεν με έπαιρνε να κάνω και κάτι γιατί μας έκλεισε την πόρτα κι έβαλε μπρος και μας πήγε σε ένα μέρος που το λένε «πανσιόν» όπως άκουσα να το λέει με μια κυρία που ήταν εκεί και τη λένε Σοφία, πολύ καλή κυρία για να λέμε και του στραβού το δίκιο γιατί μας άφησε να της δώσουμε πολλά πολλά φιλιά,  και μετά μας πήγε μαζί με τη μάνα σε ένα περίεργο μέρος που είχε πολλά μικρά δωματιάκια το ένα δίπλα στο άλλο με κάτι κάγκελα μπροστά και σε κάθε ένα είχε κι ένα σκύλο και πρώτη φορά βλέπαμε τόσα σκυλιά μαζεμένα και κάποια γαυγίζανε τα σκασμένα και συγχιστήκαμε κι οι δυο αλλά μέχρι να πάρουμε χαμπάρι τσουπ! βρεθήκαμε σε ένα από αυτά τα δωματιάκια και η μάνα έστρωσε τα χαλάκια μας που τα είχε φέρει μαζί της και πολύ με παραξένεψε αυτό, τι δουλειά είχαν εκεί τα χαλάκια μας, και μετά μας έκανε μια μεγάλη αγκαλιά και μας χάιδεψε και τους δυο και μας είπε ότι θα κοιμόμασταν εκεί το βράδυ γιατί εκείνη κι ο μπαμπάς έπρεπε να πάνε σε ένα μέρος που το λένε συνέδριο και μετά θα έλειπαν τη νύχτα και δεν γινόταν να μας αφήσουν μόνα στο σπίτι κι ώσπου να καταλάβω τι ήθελε να πει μας φίλησε και βγήκε από το δωματιάκι κι έκλεισε την πόρτα κι άρχισε να περπατάει προς το αμάξι και μείναμε εμείς παγωτό που τη βλέπαμε να φεύγει κι ούτε και βάλαμε τις φωνές γιατί μας ήρθε κεραμίδα και μετά έβαλε μπρος κι εξαφανίστηκε και τότε εγώ έβαλα τα κλάματα κι είπα του Ρόμπι ότι εγώ φταίω για όλα που είμαι σκανταλιάρης και ζημιάρης και δεν με θέλει πια η μάνα αλλά ο σοφός αδελφός μου μού σκούπισε τα μάτια με τη γλωσσάρα του και μου είπε να μη λέω κουταμάρες πρώτον γιατί η μάνα μας αγαπάει πολύ και ΠΟΤΕ δεν θα μας αφήσει και να φύγει για πάντα και δεύτερον, είπε, αφού άφησε και μένα μαζί σου, που δεν κάνω ζημιές,  πα να πει ότι αλήθεια είναι, μόνο για απόψε, και θα έρθει αύριο να μας πάρει να πάμε σπίτι μας και σαν να μου φάνηκαν λογικά όλα αυτά και σταμάτησα να κλαίω και τότε ήρθε και η κυρία Σοφία και μας έδωσε λιχουδιές και μας πήρε κι εκείνη αγκαλιά και μας είπε πως σίγουρα θα έρθει η μάνα κι έτσι παρηγορήθηκα και της έδωσα μια μεγάλη γλυψιά και ξαπλώσαμε με τον Ρόμπι στα χαλάκια μας για να κοιμηθούμε αγκαλιά και ησύχασαν και τα άλλα σκυλάκια μέχρι που ακόμα κι ο διπλανός μας, ένας μεγάλος σκύλαρος που μας πρόγκαγε στην αρχή, μας είπε καληνύχτα και να μην ανησυχούμε γιατί εκείνος έρχεται συχνά σ’ αυτό το «πανσιόν» γιατί η μαμά του ταξιδεύει πολύ και πάντα όμως έρχεται να τον πάρει αλλά τώρα νύσταξα και θα σας πω την υπόλοιπη ιστορία αύριο και καληνύχτα και σε σας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου