Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή
Το τραπεζομάντιλο

Τώρα εγώ θα σας τα πω κατά πώς έγιναν και θέλω να με πιστέψετε γιατί μπορεί να είμαι ζωηρός και σκανταλιάρης και ζημιάρης αλλά δεν λέω ποτέ ψέματα και να το πείτε κι εσείς στη μάνα για να με συχωρέσει γιατί πολύ τη στενοχώρησα και τώρα ψάχνω να βρω ένα μαγκάλι κάρβουνα (που δεν ξέρω ακριβώς τι είναι)  να τα φάω γιατί έτσι έλεγε η γιαγιά Χριστίνα, η μάνα της μάνας -αλήθεια, έχουν και οι μαμάδες μαμά; πολύ παράξενο μου φαίνεται- ότι καλύτερα να φας ένα μαγκάλι κάρβουνα παρά να στεναχωρέσεις τη μάνα σου όμως κι εγώ πού να το φανταστώ με το ρημαδοτραπεζομάντιλο αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά και που λέτε έχουμε ένα τραπέζι στην αυλή με ένα τραπεζομάντιλο που έχει στη μέση μια τρύπα για να περνάει ο σωλήνας που κρατάει την ομπρέλα και τώρα που έγινε χειμώνας έβγαλε η μάνα την ομπρέλα και εγώ που ανεβαίνω στο τραπέζι και γαυγίζω όλα τα σκυλιά και τα γατιά που περνούν απ’ έξω βλέπω ξαφνικά μια τρύπα να! στην καταμέση  και σκέφτηκα ότι η μάνα θα την έκανε για να παίρνει αέρα το τραπέζι και μετά σκέφτηκα να την κάνω λιγάκι πιο μεγάλη για να μην κουράζεται η μάνα να κάνει τρύπες κι άρχισα να τραβάω το τραπεζομάντιλο με τα δόντια μου κι έκανα κάτι ωραιότατες τρύπες τεράστιες και φάνηκε από κάτω τι ωραίο που είναι το τραπέζι μας κι εκείνη την ώρα βγήκε έξω η μάνα με την τσάντα της και τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κάπου θα πήγαινε, και μόλις βλέπει τις τρυπάκλες μένει παγωτό και της πέφτουν κλειδιά και τσάντα και γουρλώνει τα μάτια και βάζει μια φωνή «Ηρακλήηηηη!» και σειρά μου να μείνω παγωτό που αντί να μου πει μπράβο την βλέπω να βουτάει τη σκούπα και να με παίρνει στο κυνήγι τσιρίζοντας «αλίμονό σου αν σε πιάσω στα χέρια μου» και σιγά να μη με έπιανε που έγινα καπνός κι άρχισα να τρέχω γύρω γύρω από το σπίτι με τη μάνα ξοπίσω να ανεμίζει τη σκούπα σαν σημαία και θα είχε πολλή πλάκα αν ήταν παιχνίδι αλλά την άκουγα να μου λέει ένα σωρό γαλλικά και κάθε φορά που περνάγαμε μπροστά από τον Ρόμπι -αυτός κι αν ήταν παγωτό, ακίνητος λέμε- του τάχωνε  κι εκείνου που δεν με πρόσεχε κι έκανα ζημιά μεγάλη και μετά κουράστηκε κι άρπαξε τσάντα και κλειδιά κι έφυγε και τότε ήρθε ο Βούδας και μου έχωσε μια μπάτσα και μου είπε πως την θύμωσα πολύ την μάνα και πως έτσι και δεν ξαναγυρίσε να βρω καράβι να φύγω και πού να το βρω ο έρμος το καράβι που είναι στην Άνδρο οπότε ζάρωσα σε μια γωνιά και περίμενα και σε λίγο γύρισε η μάνα ξεθυμωμένη και μου είπε λυπημένη πως πολύ την στεναχώρησα και καλύτερα να μου έδινε μια σκουπιά παρά που την είδα έτσι κι έβαλα τα κλάματα και της ζήτησα συγγνώμη κι εκείνη με χάιδεψε και μου είπε αχ τι θα κάνω με σένα τρελοκουτάβι μου κι εγώ της έδωσα μια γλυψιά και θα προσπαθήσω να μην κάνω αταξίες αλλά και δεν το υπόσχομαι κιόλας γιατί αυτό που εσείς οι άνθρωποι λέτε αταξίες εμείς τα σκυλάκια το λέμε παιχνίδι και κάπου μπερδευόμαστε κομμάτι και τώρα πάω να την καλοπιάσω λιγάκι προκαταβολικά για την επόμενη ματσολιά!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου