Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018


Τα πορτοκαλόγατα - μέρος βού

Ουφ επιτέλους τέλειωσε η μάνα μου μ’ εκείνη την κυρία Δωροθέα που μας είχε γίνει στενός κορσές κι όλο μ’ αυτήν ασχολιόταν και δεν μ’ άφηνε να σας πω τι απέγινε με τα πορτοκαλόγατα μέρος βου και πού είχαμε μείνει; α, εκεί που τα κυνηγούσα και συγκεκριμένα το κοριτσάκι που το λένε, είπαμε, Μπρέιβ (που πα να πει «θαρραλέα» για όσους δεν ξέρετε τα αγγλικά που ξέρω εγώ) γιατί τα άλλα γίνονται καπνός με το που θα με δουν από μακριά και σιγά τη θαρραλέα, επειδή κάθεται στη μάνα να την χαϊδέψει, εμένα να έρθει να μου κουνηθεί για θαρραλέα που όταν με βλέπει εξαφανίζεται κάτω από τα τραπεζάκια κι αφού πάω και της λέω της χαζής ότι δεν θα σε πειράξω, να παίξουμε θέλω μόνο αλλά πού αυτή, σηκώνει η θρασύτατη και το χέρι και μου κάνει και «χου» και σκέφτομαι, να σε αρπάξω μαρή από το σβέρκο όπως αρπάζω και τον Λέστερ και να δεις που μου κάνεις και τον βεληγκέκα (αυτό το λέει η μάνα για μένα, δεν ξέρω ακριβώς τι πα να πει), αλλά μάλλον θυμάται το προχτεσινό κυνηγητό που την πέτυχα στον κήπο και την πήρα φαλάγγι κι εκείνη έτρεξε κι ανέβηκε στη συκιά και δεν μπορούσα να τη φτάσω -πρέπει κάποτε να μάθω κι εγώ να σκαρφαλώνω στα δέντρα σαν τα γατιά- κι έμεινα παγωτό από κάτω να την κοιτάζω σαν χαϊβάνι κι ήρθε κι ο Ρόμπι κι αντί να με βοηθήσει να την κατεβάσουμε που είναι και γίγαντας άρχισε πάλι τη σολομωνική και μην πειράζεις τα γατιά κι ότι δεν τα βάζουμε ποτέ με τους αδύναμους κι άλλες τέτοιες θεωρίες αλλά εγώ συνέχισα να γαυγίζω στο θρασύτατο γατόνι και σαν να μου φάνηκε πως μου έβγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά κι άφρισα και πάνω που σηκώθηκα στα πίσω πόδια να τη φτάσω μας πήρε είδηση η μάνα μου κι έφτασε τρέχοντας αλλά πιο πριν πρόλαβε κι έφτασε τρέχοντας  η δικιά της η πορτοκαλομάνα, η Τζίντζερ, ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένη και σιγά που θα την φοβόμουν, μια σταλιά σκατό 2.5 κιλά, αλλά έκανε ένα σάλτο κοντά ένα μέτρο και προσγειώθηκε στην πλάτη μου και γαντζώθηκε εκεί με τα νύχια της πάντα ουρλιάζοντας και εγώ ξαφνιάστηκα και πόνεσα και πολύ από τα βρωμόνυχά της κι άρχισα να κλαψουρίζω κάι κάι κάι σαν τον Ραντανπλάν, ένα χαζόσκυλο που έχω δει σε ένα μικυμάου με έναν καμπόη, και τινάχτηκα όπως όταν με καταβρέχει η μάνα στο μπάνιο και την πέταξα από πάνω μου και εν τω μεταξύ η μικρά την κοπάνησε και σκαρφάλωσε στη μάντρα και μου είπε ξανά μανά ο Βούδας ο αναίσθητος καλά να πάθεις που πειράζεις τους αδύναμους κι εγώ του έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα αλλά χαμπάρι δεν πήρε και μετά με μάλωσε κι η μάνα από πάνω αλλά εγώ δεν μασάω από γατοτσαμπουκάδες πορτοκαλιούς και είπα θα γίνουμε φιλαράκια ο κόσμος να χαλάσει  και σαν να πετυχαίνει το σχέδιο γιατί έχει αρχίσει η Τζίντζερ να με αφήνει να την μυρίσω και λίγο λίγο και η Μπρέιβ και πού θα πάει, θα τα καταφέρω να καταλάβουν ότι μόνο να παίξουμε θέλω και μέχρι που θα σας στείλω φωτογραφίες αγκαλιά μαζί τους και γειά σας τώρα, πάω να δω πού έχουν χωθεί να τα τσιγκλίσω λιγάκι!










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου