Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή

Ο κύριος Ξενοφών

Έχω πολλά νεύρα σήμερα μ’ αυτόν τον βρωμόκαιρο που έχει λυσσάξει να φυσάει από χτες και δεν μπορώ να κυκλοφορήσω με την ησυχία μου στην αυλή και τον κήπο και να κυνηγήσω τα πορτοκαλόγατα παρά με ζμπρώχνει (καλά το λέω ή θέλει σού μπροστά χωρίς το μού; ) ο αέρας γιατί τον έχει ξαμολύσει ένας κύριος Ξενοφών, λέει ο Βούδας, και σιγά τον κύριο, έτσι κάνουν οι κύριοι; να μη μπορεί η μάνα  να ησυχάσει ένα λεπτό παρά να μαζεύει όοολη μέρα φύλλα και να μουρμουρίζει κάτι γαλλικά που εγώ δεν τα καταλαβαίνω αλλά τα καταλαβαίνει ο Ρόμπι και κοκκινίζει -αλήθεια, του φαίνεται, κι ας είναι κατάμαυρος- και να ανεμίζουν κι εμένα οι αυτούκλες μου και να πέφτουν μπροστά στα μάτια μου σαν κουρτινάκια κι όλο του γαυγίζω του Ξενοφών (αυτό καλά το λέω; γιατί είναι και αρχαίο κι εκεί δεν έχω προχωρήσει όπως στα αγγλικά) αλλά αυτός χαμπάρι και εμπάση περιπτώσει κι εγώ δεν το βάζω κάτω αλλά βγαίνω στην αυλή και του γαυγίζω και του αέρα και του Ξενοφών και μετά νευριάζει κι άλλο η μάνα και μου λέει σταμάτα πια μου πήρες τα αυτιά, έχω τα μποφόρ έχω και σένα, κι εγώ την κοιτάζω παραξενεμένος πρώτον γιατί δεν ξέρω τι είναι αυτά τα μποφόρ και πού τα έχει και δεύτερον τι σχέση έχουν τα αυτιά της και τι να τα κάνω να τα πάρω, εγώ έχω τα δικά μου κι είναι και πολύ πιο ωραία από τα δικά της που είναι μικρά και κολλημένα στο κεφάλι της ενώ οι δικές μου οι αυτούμπες είναι αυτοκρατορικές και όρθιες σαν τις κεραίες της τηλεόρασης που βλέπει ο μπαμπάς τα αθλητικά κι όλο γκρινιάζει η μάνα, πάλι Ολυμπιακό βλέπεις; έλα να φάμε καμιά φορά, κι εγώ δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Ολυμπιακός που κάνει τον μπαμπά να φωνάζει γκόοολ ή να βρίζει «παλτά» κάτι τύπους που κυνηγούν ένα μπαλάκι ενώ όταν κυνηγάω εγώ το δικό μου μπαλάκι μου λέει μπράβο Ηρακλάκο αλλά τώρα μας μάντρωσε μέσα αυτός ο Ξενοφών και δεν μπορώ να παίξω και γι αυτό έχω νεύρα, τα χω και με τον Λέστερ τον αναίσθητο που κοιμάται του καλού καιρού πάνω στο τραπέζι και δεν πα να φυσάει ενώ η φρόνιμη Ζενέβ κοιμάται στο καλάθι της, άσε που άρχισε να ψιχαλίζει και σαν να ετοιμάζεται να ρίξει και μια βρόχα και σιγά να μη βγω να βραχώ, φτάνει που με έκανε μπάνιο πάλι η μάνα προχτές, μανία της να με πλένει κάθε μήνα, κι αφού της λέω τα Χριστούγεννα ξανά, μην το παρακάνουμε, αλλά εκείνη μπααα, δεν ακούει τίποτε αλλά πάλι ξέφυγα από το θέμα που είναι η λύσσα η κακιά του Ξενοφών και βαρέθηκα να τον ακούω και πάω να ξαπλώσω να ηρεμήσω και άντε να μας πει επιτέλους η κυρία Σούζη ότι πάει και τέλειωσε αυτός ο αναποδιασμένος γιατί πολλά μας τα ’κανε...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου