Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018


Χριστούγεννα στο «Βαλς μιας ζωής»
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα χιόνισε για τα καλά, μισό μέτρο χιόνι σε μια νύχτα, και όλα πήραν μια παραμυθένια όψη. Το πάρκο έμοιαζε σαν ζωγραφιά βγαλμένη από όνειρο παιδικό και το Γεφύρι, με τα χοντρά κρύσταλλα να κρέμονται στο βάραθρο σαν γιγάντια σπαθιά και το χιόνι να ισορροπεί στα σκαλιστά του κάγκελα, έμοιαζε με τεράστιο γλυπτό από χέρια επιδέξιου καλλιτέχνη.
Η Χριστίνα λάτρευε το χιόνι. Το ατέλειωτο λευκό την γαλήνευε, έκρυβε τις όποιες ασχήμιες της πόλης και ταξίδευε την φαντασία της σε μέρη μαγικά. Η καθημερινή της διαδρομή για το εργοστάσιο περνούσε μέσα από το πάρκο και διέσχιζε το Γεφύρι, δυο μέρη που πάντα της άρεσαν και που, μετά το πρώτο ραντεβού της με τον Ορέστη, αγαπούσε ιδιαίτερα.        
Η Χριστίνα ένιωθε το κρύο να περνά μέσα από το παλτό, τα γάντια και το σκούφο της, να μουδιάζει το μυαλό και την καρδιά της και να γίνεται ένα με την παγωνιά μέσα της. Ο Ορέστης δεν είχε απαντήσει στο γράμμα της κι αυτό την απέλπιζε. Ήταν καλά; Την σκεφτόταν ακόμη; Γιατί αυτή η σιωπή; Με τα χέρια στις τσέπες και σκυμμένο το κεφάλι έφτασε στην τελευταία στροφή του δρόμου πριν το Γεφύρι, σήκωσε τα μάτια και έμεινε ακίνητη, αποσβολωμένη. 
Στη μέση του Γεφυριού, ακουμπισμένος στα κάγκελα, με το πηλήκιο κατεβασμένο ως τ’ αυτιά και τυλιγμένος στη στρατιωτική του χλαίνη, ο Ορέστης την κοίταζε χαμογελώντας!    
Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και τα ξανάνοιξε, σίγουρη πως η οπτασία θα είχε χαθεί και θα ξαναβρισκόταν μόνη στην σιωπή του παγωμένου απομεσήμερου. Εκείνος όμως ήταν πάντα εκεί και μάλιστα ερχόταν προς το μέρος της με τα χέρια ανοιχτά σε μια τεράστια αγκαλιά. Χριστούλη μου δεν ονειρεύομαι, είναι στ’ αλήθεια αυτός, είναι εδώ, τον βλέπω, έρχεται, καρδιά μου μη σπάσεις τώρα, ψυχή μου κρατήσου, μη με προδώσεις, μη λιποθυμήσεις σώμα μου, μη μουδιάζεις, κινήσου, πήγαινε σ’  αυτή την αγκαλιά που σε περιμένει σαν φωλιά!
«Ορέστη!» άκουσε τον εαυτό της να φωνάζει, το λατρεμένο όνομα βγήκε από τα χείλη της χωρίς να δώσει εκείνη την εντολή, κι άρχισε να τρέχει, τα πόδια της βούλιαζαν στο χιόνι, ο σκούφος έπεσε κάτω, τα μαλλιά της χύθηκαν στους ώμους, η ανάσα της κόπηκε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου